Κι εβόησε των Αχαιών ν' αρματωθούν ο Ατρείδης.
Και με χαλκόν αστραφτερόν ο ίδιος οπλιζόταν.
Τα σκέλη πρώτα με λαμπρές κνημίδες έζωσ' όλα
όπου εθηλυκώνονταν με ολάργυρες περόνες.
Το στήθος σκέπασ' έπειτα με θώρακα οπού δώρον
φιλοξενίας άλλοτε του έδωκε ο Κινύρας,
ότι το μέγα άκουσμα στην Κύπρον είχε φθάσει
που αρμένιζαν οι Αχαιοί ν' ανέβουν εις την Τροίαν.
Όθεν εφιλοδώρησεν αυτός τον βασιλέα
και δώδεκα είχε ο θώρακας κλωστές από χρυσάφι,
δέκ' από μαύρον χάλυβα κι είκοσι κασσιτέρου.
Και δράκοντες χαλυβικοί τρεις από κάθε μέρος
ως τον λαιμόν απλώνονταν, ως Ίριδες, που ο Δίας
σταίνει στα νέφη φοβερό σημάδι στους ανθρώπους.
Και από τους ώμους κρέμασε το ξίφος, που η λαβή του
άστραπτε χρυσοκόμπωτη κι είχε αργυρήν την θήκην,
με κρεμαστάρια ολόχρυσα καλά συναρμοσμένην.
Κι εύμορφην, πολυδαίδαλην, σκέπην ανδρών, ασπίδα
επήρε, και την έζωναν χάλκινοι κύκλοι δέκα.
Κι είκοσιν ήσαν ομφαλοί λαμπροί του κασσιτέρου
λευκοί κι ένας χαλύβδινος εμαύριζε στην μέσην.
Στον γύρον ήταν η Γοργώ με τ' άγριο κοίταγμά της
τρομακτικόν και ολόγυρα με την Φυγήν ο Φόβος.
Τον τελαμώνα είχε αργυρόν. Και δράκοντας επάνω
εστρέφετο από χάλυβα, και τρεις από τον μόνον
λαιμόν φυτρώνουν κεφαλές αντίστροφα γυρμένες.
Με κράνος τετραφάληρον την κεφαλήν του σκέπει
και με την χήτην σείετο φρικτός επάν' ο λόφος.
Επήρε δυο κοφτερά κοντάρια χαλκοφόρα
κι η λάμψις απ' τες άκρες των κτυπούσε στον αιθέρα.
Τότ' εβροντήσαν η Αθηνά κι η Ήρα να τιμήσουν
των πολυχρύσων Μυκηνών τον μέγαν βασιλέα.
Μετάφρ. Ι. Πολυλά