Ευριπίδης, Τρωάδες (απόσπασμα)
[...]
Σκληρός σε βρήκε θάνατος, γλυκό μου.
Για την πατρίδα αν έπεφτες στη μάχη,
αφού τα νιάτα πρώτα θα χαιρόσουν,
το γάμο, την ισόθεη βασιλεία, 1405
θα σε καλοτυχίζανε, αν υπάρχει
σ' αυτά καλοτυχιά. Τώρα όλα τούτα
τα 'χες, μα δεν τα χάρηκες, παιδί μου.
Ω τα προγονικά σου κάστρα, το έργο 1410
του Φοίβου, πώς σου κάμαν το κεφάλι!
Με τα φιλιά τα σκέπαζε η μανούλα
και τα μαλλάκια σου 'σιαχνε, και τώρα
ο φόνος – πώς να πω τη φριχτή λέξη;
.............................................................
Πώς μοιάζετε με του ΄Εχτορα, εσείς χέρια·
τώρα νεκρά, παράλυτα μπροστά μου.
Γλυκό μου στόμα εσύ, που 'ξερες τόσα
περήφανα λογάκια, εχάθης, κι ήταν
ψέματ' αυτά που μου 'λεγες στο στρώμα, 1420
όταν κοντά μου ερχόσουνα. «Κυρούλα,»
φώναζες, «σαν πεθάνεις, για τιμή σου
Pωμαϊκό αντίγραφο προτομής του Eυριπίδη
θα κόψω τα μαλλιά μου, στην κηδεία
θα φέρω και τους φίλους μου, με λόγια
θα σ' αποχαιρετήσω πονεμένα.» 1425
Κι αντίς, εγώ σε θάβω, γιε μου,
έρμη κι από παιδιά κι από πατρίδα.
Δε θα κοιμάσαι πια στην αγκαλιά μου,
πάνε τα χάδια κι οι έγνοιες μου για σένα. 1430
[...]
Κληρονομιά απ' τον κύρη σου δεν πήρες,
τη χάλκινή του ασπίδα μόνο θα 'χεις, 1435
που μέσα θα σε θάψουνε. – Ω ασπίδα,
που φύλαες τ' άξιο μπράτσο του Έχτορά μου,
τον αντρειωμένο σου έχασες αφέντη.
[...]
Τρέξτε κι απ' τα στολίδια που μας μένουν
φέρτε για το νεκρό· 1445
η περίστασή μας
για πράγματα μεγάλα πια δεν είναι·
φτωχό μου, θα σου δώσω εκείνα που έχω.
Όποιος την ευτυχία του καμαρώνει
σαν κάτι απαρασάλευτο, είν' ανόητος· 1450
σαν τον τρελό τον άνθρωπο και η τύχη
ιδιότροπη πηδά απ' τη μια στην άλλη,
δε μένει πάντα σε έναν η ευτυχία.
[...]
[πηγή: Ευριπίδου Τρωάδες, μτφρ. Θρ. Σταύρου, εκδ. Εστία, Αθήνα, χ.χ., σσ. 218-219 ]
|