ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

1. Η γυναίκα ως έπαθλο ενός αγώνα
α) Ο Αχελώος και ο Ηρακλής παλεύουν για να κερδίσουν τη Διηάνειρα
Αφάνταστ' είναι της νίκης η δύναμη
που φανερώνει
πάντα η Αφροδίτη.
Αφήνω τους θεούς
και πώς πλάνεψε
τον Κρονίδη δε λέγω
ουδέ τον Άδη το θεοσκότεινο
ή Ποσειδώνα, της γης τον τινάχτορα.
Μα για να κάμουν γυναίκα των αυτήν
ποιοι τρανοδύναμοι δυο
κατεβήκανε αντίμαχοι
πριν απ' το γάμο της;
Ποιοι, μες σε μύριους χτύπους
και μες σε σκόνης σύγνεφα,
τους μόχτους αντικρύσανε του αγώνα;
Ο ένας ήταν ακράτηγος ποταμός
σε μορφή ταύρου τετράσκελου
και ψηλοκέρατου,
ο Αχελώος απ' τους Οινιάδες.
Κι ο άλλος έφτασε
από του Βάκχου τη Θήβα
με καλοτέντοτα τόξα σειόντας
στα χέρια του λόγχες και ρόπαλο,
του Δία ο γιος- κι οι δυο τότε χυθήκανε
ο ένας πάνω στον άλλο
πυρωμένοι απ' τον πόθο της-
και μόνος στη μέση αγωνοδίκης
ήτανε η Κύπριδα
που τα ερωτόχαρα στρώνει κρεβάτια.
Εκεί 'τανε ν' ακούς χεριών
εκεί 'ταν τόξων βροντισμό
και σύγκαιρα, κεράτων ταύρου -
κι ήταν σφιχτοπερίπλεχτα
κορμιά και πεδικλοποδιές
και μετώπων κουντρίσματα, τρομάρα
κι από τους δυο αγκομαχητό.
Μα η ομορφομάτα η θραψερή
σε ξέγναντο καθότουν αντικρύ
και πρόσμενε, ποιος θενά την κερδίσει νύφη
— σα να 'μουν μπρος και τα βλεπα—
με τι θλιμένο μάτι στέκει η κόρη,
που οι δυο τους μάχονταν γι' αυτήν
και που σε λίγο πέταξε απ' την αγκαλιά
της μάννας της σαν έρμη δαμαλίδα.
[Σοφοκλής, Τραχίνιες, στ. 497-530, μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης]

β) Η παραλογή «Το δοκίμιν της αγάπης»
Σαρανταδυό αρχοντόπουλα μια κόρην αγαπούσαν,
κόρη πανώρια κι όμορφη και στα φλωριά χωσμένη.
Κι όλοι νεκαλεστήκανε μια μέρα για να πάνε.
Γεμίζου οι στάβλοι νάλογα, τα παραθύρια σέλες,
και τα πορτοπαράθυρα σκάλες και χαλινάρια.
Στρώνει την τάβλα να γευτούν πολλώ λογιώ τραπέζι.
«Τρώτε και πίνετε, άρχοντες, κι εγώ να σας 'φηγούμαι.
Μέσα στο περιβόλι μου, στη μέση της αυλής μου,
μάρμαρον έχει ο αφέντης μου, δοκίμιν της αγάπης,
κι όποιος βρεθεί και πιάσει το, κι οπίσω του το ρίξει,
εκείνος είναι ο άντρας μου κι εγώ 'μαι η ποθητή του».
Κι ούλοι μονοσυνάγουνται, κι ούλοι το δοκιμάζουν,
κι ένας το παίρνει δάχτυλο, κι άλλος μούτε καθόλου,
και της Μαριάς ο ψυχογιός, τ' άξιο το παλικάρι,
μονοχεριάρι το 'πιασε κι οπίσω του το ρίχνει.
«Εγώ 'μαι, κόρη, ο άντρας σου, και συ 'σαι η ποθητή μου».

[Ν. Πολίτης, Εκλογή από τα Τραγούδια του Ελληνικού Λαού, εκδ. γράμματα, Αθήνα 1991, σελ. 131]

2. Η ομορφιά της Ελένης στην Οδύσσεια

να η Ελένη, ήρθε απ' το μοσκομύριστο ψηλοχτισμένο οντά της,
σαν τη θεά την Άρτεμη τη χρυσοδόξαρη όμοια.

[δ 121-122, μτφρ. Ζ. Σίδερης]

info