Σοφοκλής, Αίας: Η στέρηση του πολεμικού βραβείου είχε ως συνέπεια την ατίμωση του ήρωα

[...]
Αίας: Αι, αι —ποιος θα το πίστευε πως έτσι
βαλμένο στ' όνομά μου θα ταιριάζει
στα πάθη μου· τι δυο φορές μου πρέπει
και τρεις να κράζω αιαι, μια και με βρήκαν
χαλασμοί τέτοιοι, εμένα που ο γονιός μου
πήρε απ' αυτήν εδώ τη γη της Ίδης,
πρώτος μες σ' όλο το στρατό, τα πρώτα
βραβεία και φορτωμένος λαμπρή δόξα
γύρισε στην πατρίδα του— κι ο γιος του
εγώ, στον ίδιο τόπο της Τρωάδας
φτασμένος ύστερα κι όχι πιο λίγη
δείχνοντας απ' αυτόν αντρεία κι έργα
μικρότερα καθόλου, ντροπιασμένος
χάνομαι απ' τους Αργείους. Όμως έχω
τη γνώμη πως καλά το ξέρω ετούτο.
Αν ζούσ' ο Αχιλλέας κι ήταν να κρίνει
ποιος θ' άξιζε για την παλικαριά του
τα όπλα του να λάβει, κανείς άλλος
εξόν εμένα δε θα τα 'παιρνε- μα τώρα
σ' έναν πανούργο τα 'δωσαν οι Ατρείδες,
καταφρονώντας τη δικιά μου αξία. [...]
Πίσω να φύγω στην πατρίδα μου, το Αιγαίο
πέλαγο να περάσω, τους Ατρείδες
μόνους και το καραβοστάσι παρατώντας;
Και με τι μάτια το γονιό μου Τελαμώνα
θα δω; Πώς η καρδιά του θα βαστάξει
να μ' αντικρίσει μπρος του μ' άδεια χέρια
δίχως βραβεία παλικαριάς, που εκείνος
πήρε γι' αυτά λαμπρό στεφάνι δόξας;
Όχι, δεν το μπορώ.

[πηγή: Σοφοκλής, Αίας, μτφρ. Τάσος Ρούσσος, στ. 509-529, 545-554 [430-446, 460-466 στο πρωτότυπο], ΟΕΔΒ, Αθήνα 2000 ]

info