Η πρώτη μου αγάπη, ήταν
δέκα χρόνια μεγαλύτερη από μένα, ίσως και πιο πολύ. Αμέσως θα
φανταστείτε το αιώνιο ειδύλλιο, του αμούστακου έφηβου και της ώριμης
γυναίκας, ή μάλλον χήρας, για να κυνηγήσω με μεγαλύτερη επιτυχία, τις υπεκφυγές* της φαντασίας σας.
Λοιπόν, όχι. Η
πρώτη μου αγάπη, την εποχή που την αγάπησα, δεν ήταν παρά είκοσι χρονών.
Εγώ ήμουν οκτώ.
Η διαφορά της
ηλικίας μας αυτή καθ' αυτή δε θα ήταν μεγάλη, αν οι αριθμοί των χρόνων
μου δεν ήσαν τόσο χαμηλά. Μα αυτό δεν έχει σημασία. Εκείνη την εποχή ο
χρόνος ήταν κάτι τι το ανώτερο για μένα. Ήξερα ότι ήμουν οκτώ χρονών,
αλλά ήμουν βέβαιος ότι αυτό το νούμερο ήταν ένα συμβατικό σημείο προς
ταξινόμηση της ηλικίας μου, απέναντι της ηλικίας του διπλανού μου. Δεν
μπορούσα όμως να εννοήσω, ότι μόλις οκτώ χρόνια έχουν περάσει από την
ημέρα που είδα το φως. Χωρίς άλλο έπρεπε να ζούσα πολύ καιρό, είκοσι,
τριάντα χρόνια, ξέρω και γω... [...]
Ήταν ένα λευκό
διάφανο ασθενικό κορίτσι, ένα όμορφο κορίτσι. Μια δημιουργία της
φαντασίας του Μυσσέ,* και της ρομαντικής πλειάδας. Μια εικόνα του Γκρεζ,* χωρίς αφέλεια όμως. Κάτι το πιο σύγχρονο. Αυτή τη μορφή ίσως τη βρείτε και στον Φραπιέ,* και στον Μπαζίν.* Η Ρόζα* της «Maternelle» ή η Νταβιντέ Μπιρό.* Ήταν δασκάλα. Δασκάλα μου, για να εννοούμαστε.
Επήγαινα στην
Τρίτη του δημοτικού, σ' ένα μεικτό επαρχιακό σχολείο. Η μεγάλη αυλή του
μόνο στις γωνιές είχε λίγη χλόη την άνοιξη. Δυο τρεις ακακίες και μερικά
βρομόδεντρα ήταν το μοναδικό της στολίδι. Το χειμώνα το νερό της βρύσης
πάγωνε, και η κρυσταλλιασμένη λάσπη έσπαζε κάτω από τα χοντρά παιδικά
παπουτσάκια μας.
Η κυρία Νίτσα
-αυτό ήταν τ' όνομα της πρώτης δασκαλικής μου αγάπης- δεν ερχότανε ποτέ
στην ώρα της. Η διευθύντρια έκλεινε τα μάτια σ' αυτό το μικρό πειθαρχικό
παράπτωμα. Ο χειμώνας του κάμπου είναι τόσο κακός για τα κακόμοιρα τα
κορίτσια που βγάζουν το ψωμί τους. Ο βοριάς ξεχύνεται από τις κορφές του
Ολύμπου παγερός, και κοκαλιάζει τους σβόλους στα χωράφια της εριβώλακος* Θεσσαλίας.
Η τάξη μας ήταν
ένα γωνιακό δωμάτιο, πάντα γιομάτο ήλιο, όταν δεν ήταν συννεφιά. Η σόμπα
στη γωνιά τραβούσε με θόρυβο, και κάπνιζε όλη την κάμαρα. Καθόμουν στο
πρώτο θρανίο, και με υπομονή περίμενα. Οι σύντροφοί μου δίπλα κάναν
ωραία σχέδια για την περίπτωση που δε θα 'ρχόταν η «κυρία».
Πρώτα θα βγαίναν
στην αυλή να παίξουν «αμπάριζα». Ύστερα η «κυρία» διευθύντρια θα τους
έδιωχνε γιατί θα κάναν θόρυβο, και θα ενοχλούσαν τις «μεγάλες». Αυτό
ήταν η ύστατη ικανοποίηση του ορμέμφυτου της ελευθερίας, που βλάσταινε
μέσα στις νέες ανθρώπινες ψυχούλες τους. Και ύστερα η εκδήλωση αυτού του
ορμέμφυτου. Η άσκοπη πολυθόρυβη περιπλάνηση στον κάμπο. Και οι οπτασίες
περνούσαν μπρος από τα μάτια μας.
Θα πηγαίναμε στο
σταθμό. Ο δρόμος είναι γιομάτος λάσπη, μα αυτό δεν έχει σημασία. Είναι
τόσο ωραίο να νιώθεις το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια σου, σα
μια γλιστερή μαλακή μάζα. Αποκεί θα παίρναμε από το μηχανοστάσιο ασετυλίνη·* -είχαμε σχέσεις με το προσωπικό- και με το πολύτιμο αυτό αντικείμενο στα χέρια, θα πηγαίναμε στη μεγάλη «Μαγούλα»* την Ορμάν μαγούλα, όπου θα εκσφενδονίζαμε τον πρώτο τυχόντα τενεκέ
γάλακτος Νεστλέ στο στερέωμα, με τη βοήθεια των αερίων της οργανικής
αυτής ουσίας.
Ίσως παρατηρήσετε
ότι μεταχειρίζομαι στην πιο απάνω περίοδο τη λέξη «θα» πολλές φορές εις
βάρος κάθε σύνταξης και κάθε στιλ. Και όμως, αυτή η λέξη είναι όλη η
περίοδος. Γιατί συνήθως απάνω στο φόρτε* του
αλήτικου ονείρου μας, άνοιγε η πόρτα, και έμπαινε, ωχρή, παγωμένη,
τυλιγμένη στο φτωχικό δασκαλικό παλτό της, η κυρία Νίτσα.
Θα μου πείτε, πώς
θυμάμαι ύστερα από τόσα χρόνια, τα γεγονότα της πρώτης παιδικής μου
ζωής. Ψάξτε καλά στις αναμνήσεις σας. Με λίγη καλή θέληση, θα βρείτε
παλιές εικόνες γεμάτες δροσιά και αθωότητα. Τα μικρά μας χρόνια είναι
τόσο λίγα, και τόσο χαρακτηριστικά, ώστε να μην μπορούν ν' ανακατευτούν,
με τον άχαρο συρφετό της μεγάλης μας ζωής. Είναι ένα σύνολο σαφές και
καθαρό, μια γραμμή ευθεία και προσδιορισμένη. Σαν περάσουν πια, αρχίζει ο
λαβύρινθος και τα ζιγκ ζαγκ της αγωνιώδους και απαιτητικής υπόστασής
μας. Είμαστε μεγάλοι. Θέλουμε, θέλουμε, χωρίς να ξέρουμε τι θέλουμε.
Το χαρακτηριστικό
της ζωής είναι η αγωνιώδης προσμονή, όσο είμαστε παιδιά, κάποιου καλού,
και όταν μεγαλώσουμε κάποιου κακού. Ψάξτε καλά στις αναμνήσεις σας. Θα
βρείτε έναν άλλο άνθρωπο, αλλιώτικο από σας, ξένο, ένα φίλο, ίσως και
εχθρό. Σεις δεν είστε εκείνος. Ο Ανατόλ Φρανς* δεν είναι ο «Μικρός Πέτρος». Είναι ο λεπτός νοσταλγός, ο πατρικός
διάδοχος του παιδιού που είχε τ' όνομά του. Θυμηθείτε τα παλιά σας.
Είναι σαν μια πνοή καθαρού αέρα.
Το
μάθημα της κυρίας Νίτσας ήταν ιεροτελεστία. Η αδυναμία του εύθραυστου
αυτού αναιμικού κοριτσιού, είχε απάνω μας μιαν επιβολή μεγαλύτερη από
μιαν πελώρια ευνοϊκή δύναμη. Να μια περίεργη απόδειξη των δύο ακροτήτων.
Η απαλή και γλυκιά φωνή της, μιλούσε μέσα στις άγουρες ψυχές μας. Το
μάθημα το ρουφούσαμε σαν μέλι από το στόμα της.
Όταν συλλογιέμαι
τις παλιές αυτές ώρες, προσπαθώντας να ξεδιαλύνω λίγο από το μυστήριο
της παιδικής ψυχής μου, βγάζω το συμπέρασμα ότι μάλλον υποβολή, παρά
επιβολή, χαρακτήριζε αυτήν τη γυναίκα. Το κέρινο ωραίο πρόσωπό της, που
το κόβουν κόκκινα χείλια, σκοτωμένα βλέφαρα με πελώρια μαύρα τσίνορα,
πάνω από μενεξεδένια καθαρά μάτια, ήταν ένα μείγμα αθώου κοριτσιού, και femme fatale.* Μέσα στο μισοσκόταδο ενός συννεφιασμένου πρωινού, είχε μια πελώρια χάρη, και μια άδολη,* άθελη γοητεία.
Βέβαια, εκείνο
τον καιρό δεν ήμουν σε θέση να κάνω τέτοιες κρίσεις. Μόνο εικόνες
σώζονται μέσα μου, εικόνες που ξαναζωντανεύουν κάτω από την πίεση της
νοσταλγίας. Και είτε τότε τις έζησα, είτε τώρα τις ζω, είναι το ίδιο.
Τα άμαθα χέρια
μας γλιστρούσαν αδέξια στο ριγωμένο χαρτί. Η καρδιά μας χτυπούσε μήπως
δεν κάνουμε τα γράμματα καλά. Τόσα κεφαλάκια, σκυμμένα με άφατη προσοχή,
τραβούσαν γραμμές στο ανοιχτό μπλε τετράδιο. Ένας ελαφρός μονάχα κρότος
τριβής ακουγόταν στο άσπρο δωμάτιο. Η κυρία Νίτσα πάνω στην έδρα
φάνταζε πιο άσπρη παρά ποτέ κάτω από τον όγκο των καστανών μαλλιών της.
Η αγωνία φώλιαζε
μέσα στο στήθος μου. Τα γράμματα, παρ' όλη τη χτηνωδώς παιδική επιμονή
μου, αραδιαζόντανε άτακτα και χοντρά πάνω στο χαρτί. Η απελπισία μου
έφτανε στο κατακόρυφο. Σήκωνα τα μάτια μου γιομάτα τρόμο και ικεσία προς
την έδρα. Τι συλλογιζότανε; Πού ταξίδευαν τα διαφανή μενεξεδένια μάτια
κάτω από τα μαυρισμένα βλέφαρα; Γιατί αναστενάζει; Μήπως είναι άρρωστη;
Γιατί δε μας κοιτάει; Μας ξέχασε;
|
Θεόφιλος Χατζημιχαήλ,
Το κορίτσι με το καπέλο |
Το λευκό κεφάλι σηκώνεται. Με είδε, με κοιτάει. Τα
μαλλιά της είναι πιο μουντά παρά ποτέ.
- Τι είναι, Γιαννάκη;
Τι είναι. Μα
είναι τόσο πολλά πράματα μυστηριώδη,
για τη μικρή ψυχή μας που έπρεπε να τα είχες καταλάβει, αέρινη μικρή
δασκάλα. Μέσα στο κάθε παιδί κρύβεται ένας άντρας, ένας άντρας όπως όλοι
οι άλλοι,
όπως ο όμορφος λοχαγός παραδείγματος χάριν, που
περνάει με τ' άλογό του τέσσερις φορές την ημέρα, κάτω
από το παράθυρο της τάξης. Αυτό τον κρυμμένο παιδικό άντρα, έπρεπε να
τον είχες ανακαλύψει, έπρεπε να
τον είχες δαμάσει με τη γυναικεία τέχνη σου. Μα δεν
είχες καιρό. Τον δικό σου τον άντρα, τον ώριμο άντρα,
τον ανακάλυψες, και αν δε δάμασες αυτόν, δάμασες
χωρίς άλλο το άλογό του, γιατί δεν εξηγιέται αλλιώς,
πως στεκόταν πάντα κάτω από το ανοιχτό παράθυρο,
σκάβοντας με το πόδι τη γη και χλιμιντρώντας. Εξέχασες τελείως τα παιδιά
σου, κακή κυρία Νίτσα.
Η φωνή μου όταν της απαντούσα ήταν κλαψιάρικη.
- Δεν μπορώ να κάνω ψι...
Το ψι. Ο
τύραννος του νεοφώτιστου μαθητή. Ο τρόμος της καλλιγραφίας. Το χεράκι
μπερδεύεται και τρέμει όταν αρχίζει να χαράζει το μεγάλο κόμπο, το
γόρδιο
αυτό δεσμό του ελληνικού αλφαβήτου. [...]
Το τέλος του
ειδυλλίου ήταν οιχτρό. Η κυρία Νίτσα με προβίβασε. Και την άλλη χρονιά
στη μεγαλύτερη τάξη παρακολουθούσα το άχαρο μάθημα μιας άσκημης
γεροντοκόρης, που το μαραμένο της μούτρο ήταν γιομάτο κακόχρωμα σπυριά,
εκδήλωση μιας αργοπορημένης και ανικανοποίητης νιότης. Το όνειρο έσβησε
από τα μάτια μου και σιγά σιγά και από την καρδιά μου.
Η κυρία Νίτσα
παντρεύτηκε το λοχαγό. Ήμουν παρών στους γάμους της. Καμιά
ζήλια δεν τάραξε την ψυχή μου. Τα δέκα χρόνια που μας χωρίζουν δεν
αποτελούν πια
ανυπέρβλητο διανοητικό και κοινωνικό εμπόδιο. Ο κοσμοπολιτισμός μάς έχει
φέρει
σε ίση μοίρα. Είναι ακόμα ωραία, μολονότι έχει χάσει το θέλγητρο της
μισοσκότεινης
τάξης. Είναι μια γυναίκα, και όχι οπτασία. Ο άντρας της είναι πια
συνταγματάρχης
που έχει λάβει μέρος σε τρία κινήματα. Ζει ευτυχισμένη, και έχει μια
κόρη που της μοιάζει πολύ. Δε μας χωρίζουν παρά δέκα χρόνια, μα αυτή τη
φορά εγώ είμαι ο μεγαλύτερος. Το μυαλό σας ίσως πάει μακριά. Αυτό είναι
άλλο ζήτημα. Ήθελα μόνο να σας πω για την πρώτη μου αγάπη...
Περιττό να προσθέσω ότι δεν την αγαπώ πια.
Μ. Καραγάτσης, Ανέκδοτα νεανικά κείμενα,
Βιβλιοπωλείον της Εστίας