Γιάννη Ρίτσου, «Αναφυλλητό. V»

Ένας κήπος, ένα φεγγάρι
ένα πουλί από φεγγάρι
σε φωνάζουν. Έλα.
Τα φύλλα ξεχάσανε το χρώμα τους.
Μην αργείς.
Σταχτί χρώμα, σταχτιά σκέψη,
ξεχνάω να δω, ξεχνάω να πάω
— πού πάω;
Φωτεινούλα
πολύ περηφανεύτηκα
πολύ,
είπα:
ορίζω τη ζωή μου
ορίζω το θάνατο.
Κοίτα
τίποτα δεν ορίζω.
Ούτε ένα νύχι
δεν είμαι πιο ψηλός
απ' το μερμήγκι.

Αχ, πίκρα: η πίκρα
με σμίγει πάλι
μ' όλο τον κόσμο
να κλαίω, να κλαίω
με τους φτωχούς
τους πεινασμένους
τους πικραμένους
να κλαίω, να κλαίω
από την πείνα
της αγάπης.

Αχ, Φωτεινούλα,
μικροί-μικροί
ταπεινωμένοι
που 'ναι κ' οι στίχοι,
πικρά-πικρά
που κλαίνε οι στίχοι,
μπροστά στα πόδια σου.

Ντρέπομαι τούτο το χαρτί,
τα λόγια ντρέπομαι,
ντρέπομαι το ποτήρι το νερό
ντρέπομαι που διψάω
ντρέπομαι που πίνω,
κλαίω,
ντρέπομαι που κλαίω.

Κι αχ, αγαπάω τον πόνο μου,
ό,τι από σένα το αγαπάω.
Δεν ξέρω.
Κλαίω.
Δε θέλω.
Το κλάμα λυώνει την καρδιά
λυώνει τη πίκρα.
Όχι.

Θέλω τον πόνο ολόκληρο
όρθιο τον πόνο
πέτρινο
όρθιο κι ακέριο.
Μη φύγεις.

Από τη συλλογή Υδρία (1957-1958)

[πηγή: Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα 1930-1960, τ. Β΄, Εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 1961, σ. 344-345]

εικόνα