Νίκου Χουλιαρά, «Το άλμπατρος του δωματίου» (απόσπασμα)

Μέσα σ' αυτά τα χρόνια που περάσανε, πάρα πολλούς ανθρώπους έτυχε να γνωρίσω. Πολλούς θυμάμαι ακόμη, μα ακόμη πιο πολλούς έχω ξεχάσει πια. Αέρας δυνατός μάς έχει παρασύρει και μας σκόρπισε. Παρ' όλ' αυτά, υπάρχουν φίλοι μου καλοί σ' αυτήν εδώ την πόλη, μα οι πιο πολλοί μένουν μακριά κι όλο πιο σπάνια τους βλέπω. Φτιάξανε οικογένειες κι αλλάξανε ρυθμό ζωής. Κάποιοι απ' αυτούς μένουν στα βόρεια προάστεια και άλλοι, πάλι, κατοικούν κάτω, στη νοτιοανατολική πλευρά προς τη μεριά της θάλασσας: σε πολυκατοικίες άχαρες ή και σε σπίτια ιδιόκτητα, με κήπους αυστηρούς — όλο μπετόν και κοκκινόχωμα με μίζερα δεντράκια και στενούς διαδρόμους και με κάτι σκύλους-φύλακες που με γαυγίζουν άγρια σαν να 'μαι κλέφτης κάθε φορά που καταφέρνω, μες στη νύχτα να φτάσω ώς εκεί για να τους δω.

Πάντως, οι αποστάσεις και η ζωή που κάνουμε καθόλου δεν μας βοηθά να ειδωθούμε, γι' αυτό, και τούτες οι φιλίες έχουν εξελιχθεί πια σε φιλίες τηλεφωνικές.

Ποτέ μου δεν τα πήγαινα καλά με το τηλέφωνο, μα ακόμη πιο πολύ βαριέμαι κι αυτές τις άχαρες και μακρινές διαδρομές σ' αυτή την πόλη-χώρα, όπου είμαι αναγκασμένος πια να ζω και να περνάω τη μισή μου ζωή, με δεύτερη ταχύτητα, στους δρόμους της παρέα με τους άλλους που όλο με κοιτούν, πίσω απ' τα τζάμια του αυτοκινήτου τους, με βλέμμα άγριο και απειλητικό λες κι είμ' εγώ, προσωπικά, ο κύριος υπεύθυνος γι’ αυτό το χάλι ή άλλες φορές πάλι, μου απευθύνουν φευγαλέα βλέμματα συνενοχής και κατανόησης, βλέποντας, στο πρόσωπό μου, ακόμη έναν ασθενή που έχει προσβληθεί απ' την ανίατη αρρώστια αυτής της πόλης.

Έτσι, λοιπόν, σιγά-σιγά, με τούτα και με τ' άλλα τα κατάφερα, εντέλει, να γίνω κι εγώ τύπος εκδρομικός σ' αυτή την ηλικία: ένας τύπος σπορτίφ του κλειστού χώρου έχω καταντήσει με λίγα λόγια, μιας και οι διαδρομές μου, τον τελευταίο καιρό, έχουν περιοριστεί σχεδόν στο χώρο μόνο των δωματίων του σπιτιού, αλλά οι εκδρομές μου πια έχουν πολλαπλασιαστεί και έχουν γίνει απεριορίστου χρόνου.

Με τριγυρίζουνε χιλιάδες αντικείμενα και το μεγάλο μου δωμάτιο έχει μετατραπεί σ' ένα τοπίο που αλλάζει συνεχώς, ανάλογα με τη διάθεση που με κατέχει. Αλλάζω κλίμακα, οπτική κι όλη τη μέρα αναλώνομαι σε εσωτερικές διαδρομές: διαδρομές σε τόπους μυστικούς που αρχίζουν απ’ τον σκούρο κάμπο του ανατολίτικου πανιού, με το οποίο είναι σκεπασμένο το ντιβάνι, μέχρι τα ροζ παπάκια του τραπεζομάντιλου, που ακολουθούν σε τακτικές γραμμές ―το ένα πίσω απ' τ' άλλο― και διασχίζουν ρυθμικά όλο το μήκος του μεγάλου τραπεζιού, στενάζοντας κάτω απ' το βάρος των δεκάδων μολυβιών, της συσκευής του τηλεφώνου, της κούπας με τα κατακάθια του καφέ, των γυάλινων σταχτοδοχείων που ορίζουν τις περιοχές καπνίσματος ―ανάλογα με την ώρα της μέρας και τη διάθεση― καθώς και την ακατάσχετη μαύρη βροχούλα των λέξεων που τρέχει πάνω στα σκόρπια φύλλα του χαρτιού και τους κλείνει τη θέα προς τα πάνω.

Νά, τώρα δα, έχω εδώ μπροστά μου ένα απ' αυτά τα μαγικά τα αντικείμενα που κατακλύζουν το τραπέζι. Είναι ένα μικρό σιδερικό που λάμπει μες στη νύχτα και μοιάζει με εξωτικό πουλί: με άλμπατρος μεταλλικό, μοιάζει, που όμως δεν πετά, για τα θερμά νερά δεν φεύγει· ούτε βολτίτσες κόβει, στηριγμένο στα ψηλόλιγνά του πόδια, μέσα σε κείνες τις γνωστές σειρές ντοκυμαντέρ, κάτω στις λίμνες του αλατιού, εκεί στη μαύρη ήπειρο με την αβάσταχτη τη ζέστη, παρά μονάχα ―για χατίρι μου― βυθίζεται, συχνά, στο πηγάδι της ξύλινής μου πίπας και με το ρύγχος του σκαλίζει τις πλευρές.

[…]

Απόψε πάλι, κάνει κρύο. Σηκώθηκε ένας αέρας δυνατός κι όλο ξεσέρνει τα κινέζικα δεντράκια του νοσοκομείου πάνω στα σκουριασμένα κάγκελα με τις γλυσίνες. Ο δρόμος είναι έρημος και το φεγγάρι, ψηλά στο θόλο τ' ουρανού, έχει τριγύρω του ένα στεφάνι από πάχνη.

Αυτός ο άνθρωπος που βλέπω τώρα να περπατάει μονάχος του κόντρα στον άνεμο, και με μεγάλα βήματα ν' απομακρύνεται, προοπτικά, προς τη μεριά του Νότου, θα πρέπει να 'ναι ο παππούς μου.

Απομακρύνεται σκυφτός, καπνίζοντας, όπως θα κάπνιζε αν ζούσε.

[πηγή: Νίκος Χουλιαράς, Στο σπίτι του εχθρού μου, Nεφέλη, Αθήνα 21995, σ. 195-198 & 205-206]

εικόνα