Γ. Ορφανού, «Περιπέτεια εν Αμερική»

Απ' το Σικάγο φύγαμε οκτώ παιδιά εν όλω
να πάμε στη Βιρτζίνια, μακρυά δυο μερονύχτια.
Είκοσι τάλληρα ήτανε απ' τόνα μέρος στ' άλλο
ήτανε φιλαράκο μου ταξείδι πια μεγάλο.
Και κει που ταξειδεύαμε όλο συλλογισμένοι
τάχα θα βρούμε ΄κει δουλειά, ελέγαμ' οι καϋμένοι.
Φθάσαμε τέλος αβλαβείς στου Χόπγουελ τα μέρη,
που την καρδιά μας θέρισε σαν δίστομο μαχαίρι.
Διότι μόλις βγήκαμε μέσα από το τραίνο
μία πλατεία είδαμε με κόσμο γεμισμένη.
Δυο τρεις χιλιάδες ήτανε απ' έξω αραδιασμένοι
και εζητούσανε δουλειά να πιάσουν οι καϋμένοι.
Κάθε πρωί εις την γραμμή, προτού ακόμη φέξη
σαν στρατιώτες είμασθε, φίλε, αραδιασμένοι.
Φωνές, καυγάδες, πατιρντί, φωνάζαν σαν Εβραίοι
ένας τον άλλον έσπρωχνε σαν παραλογισμένοι.
Και τέλος πάντων πιάσαμε 'κει, φίλε μου, δουλειά
όλοι οι πατριώτες και τα οκτώ παιδιά.
Εκεί δουλέψαμε καλά χειμώνα καλοκαίρι
και απ' εκεί το γέμισα, φίλε μου το κεμέρι.

[πηγή: Ελληνικαί μούσαι: Πρωτότυπος συλλογή ποιημάτων των Ελλήνων της Αμερικής, επιμ. Βασίλειος Θ. Ζούστης, The Moussai Publishing Co., Νέα Υόρκη 1917]

εικόνα