Νίκου Κάσδαγλη, Η Μαρία περιηγείται τη μητρόπολη των νερών (απόσπασμα)

Η Μαρία πηδούσε ανάλαφρη στα βράχια που σκαρφάλωναν τη ράχη πέρα από τα καλλιεργημένα χωράφια. Πίσω-τους, μακριά, οι ουρανοξύστες κι ο γυαλιστερός δρόμος με τα μικροσκοπικά αυτοκίνητα. Από τόσο μακριά δε μοιάζανε βιαστικά.

Ο Γάλλος την άρπαξε από το χέρι.

— Διάβολε! είπε λαχανιασμένος. Νόμιζα πως θα σε πρόφταινα.

— Δεν αξίζει να προσπαθήσεις;

— Είσαι ανάλαφρη σαν ηλιαχτίδα! ο ήλιος παίζει στα μαλλιά-σου.

— Θέλω να δω το Φούτζι. Πίσω από τούτη την κορφή. Θα φανεί, είμαι σίγουρη.

— Εγώ είμαι σίγουρος πως έχω λαχανιάσει.

Πήρε την κοπέλα στην αγκαλιά του και τη φίλησε, και κείνη δέχτηκε το φιλί με μάτια κλειστά και μια έκφραση ευτυχισμένη στο πρόσωπο. Μα όταν τ' αγόρι έγινε απαιτητικό, του ξέφυγε γελώντας.

— Το κάθε τί στην ώρα-του. Τώρα, θέλω να σκαρφαλώσω σε τούτη την κορφή. Δε θα μου κάμεις το χατίρι;

Ξαναπήραν τον ανήφορο, τ' αγόρι προχώρησε μπροστά και βοηθούσε τη Μαρία στις δύσκολες μεριές, κι η κοπέλα δεχόταν τη βοήθεια μ' όλη τη σβελτάδα-της, κι αντιγύριζε την τρυφεράδα που της έδειχνε.

Στην κορφή σταθήκαν αγκαλιασμένοι. Πέρα μακριά, χαμένη στην απόσταση, φαινότανε μια άσπρη σκούφια. Δεν έμοιαζε ν' ακουμπάει στη γη, σαν σύννεφο. Από μακριά το βουνό μπερδευότανε με τον ουρανό, ξεχώριζε μόνο η χιονισμένη κορυφή.

Η Μαρία χτύπησε τα χέρια.

— Είναι το Φούτζι! Κοίταξε, όμορφο που είναι!

— Εσύ είσαι όμορφη.

[πηγή: Νίκος Κάσδαγλης, Η Μαρία περιηγείται τη μητρόπολη των νερών, σχέδια Γιώργης Βαρλάμος, Κέδρος, Αθήνα 1994 (2η έκδ. αναθεωρημένη), σ. 29-30]

εικόνα