Νίκου Καζαντζάκη, Ταξιδεύοντας Β΄ Ιαπωνία – Κίνα (απόσπασμα)

Ξεκίνησα για την Ιαπωνία, ξέροντας μονάχα δυο γιαπωνέζικες λέξεις για να συνεννοηθώ μαζί της: «Σακουρά», που θα πει: Άνθος της κερασιάς, και «Κοκορό», που θα πει: Καρδιά. Ποιός ξέρει! έλεγα με το νου μου, μπορεί οι δυο αυτές, απλότατες λέξεις να φτάνουν.

Στη φαντασία μας, ίσα με τα τελευταία χρόνια, πρι να πετάξει το κιμονό της και να φανούν πίσω από τις ανθισμένες κερασιές τα κανόνια της κι οι λόγχες, η Ιαπωνία έλαμπε με τα κόκκινα γυαλιστερά τσόκαρά της, με τα κίτρινα χρυσάνθεμα στο κιμονό της, με τις φιλντισένιες χτένες της στα φουσκωμένα γαλαζόμαυρα μαλλιά και με το μεταξωτό ρεπίδι, όπου ήταν γραμμένο ένα αισθηματικό χαϊ-κάι: «Ω γλυκά λουλούδια της κερασιάς, που καθρεφτίζεστε κάθε άνοιξη στα νερά, ανασηκώθηκα να σας κόψω — μα μούσκεψα μονάχα τα κεντημένα μου μανίκια!».

[...]

Η Ιαπωνία είταν η γκέισα των εθνών. Χαμογελούσε απάνω στα μακρινά νερά όλο ηδονή και μυστήριο. «Θιμπαγκό», την είχε ονομάσει ο Μάρκο Πόλο και όπως τη στόρισε όμορφη, φιλήδονη, φορτωμένη χρυσάφι, άναψε όλες τις φαντασίες. Άναψε και τη φαντασία του Κολόμβου και για χάρη της ξεκίνησε με τις καραβέλες και πήρε τον ωκεανό για να τη συντύχει. [...] Απόρησαν οι τραχιοί θαλασσομάχοι με τα πλούτη της, με την ευγένεια και τον πολιτισμό της. Κανένας, δηγόνταν με θαυμασμό, δεν τρώει εκεί με τα χέρια του, όπως έτρωγαν τότε στην Ευρώπη, παρά με δυο λιγνές μπαγκέτες από ξύλο ή φίλντισι.

[πηγή: Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας Β΄ Ιαπωνία – Κίνα, εκδ. Πυρσού Α.Ε., Αθήνα 1938, σ. 9-10]

εικόνα