Γιάννη Ρίτσου, «Η τελευταία Π.Α. εκατονταετία» (απόσπασμα)

ΚΑΤΗΦΟΡΙΣΑΝ με σκισμένα χιτώνια, με παλιά ντουφέκια
δίχως ψωμί στο γυλιό δίχως σφαίρες.
Μονάχα με μικρά οργισμένα ποτάμια κλείναν τα περάσματα πίσω τους.

Είχαν βαδίσει μήνες και μήνες πάνου σ' άγνωστες πέτρες
πάνου στο χιόνι μαζί με τις ελιές τους και τ' αμπέλια τους —
άλλος άφησε κει πάνου ένα πόδι ένα χέρι
άλλος ένα μεγάλο κομμάτι απ' την ψυχή του
καθένας κ' έναν ή πιότερους νεκρούς.

Ύστερα γύρισαν με τις πληγές και τα κρυοπαγήματα
θάψανε τα ντουφέκια τους στα βράχια, στο χιόνι, στις κουφάλες των δέντρων
στο αχούρι, ανάμεσα στέγη και ταβάνι, στη σκοτεινή αποθήκη
που βγάζει στο πίσω μέρος της νύχτας μ' ένα μικρό λαδοφάναρο υπομονή.

Έτριζε η κλειδωμένη πόρτα όπως τρίζουν τα δόντια απ' το κρύο.
Το χιόνι έλυωνε. Κατέβαιναν μεγάλα ποτάμια μες στη νύχτα
μαζί με κόκκαλα, πηλήκια και σκισμένες σημαίες.

Τα παράθυρα κλείναν τα μάτια τους. Τα τζάμια δε φέγγαν.
Σαν τους τυφλούς. Κοιτούσαν κατά μέσα.

[...]

ΜΕΓΑΛΑ κάτασπρα επίπεδα. Τετράγωνες ταράτσες. Μεγάλη
ασβεστωμένη κάτοψη. Και τα τετράγωνα χωράφια
πράσινα καστανά και κίτρινα μες στη λιακάδα. Έμπαινε η άνοιξη. Κ' οι καμινάδες
σα δάχτυλα χοντρά μαυρισμένα απ' τα πολλά τσιγάρα
σε μεγάλες αγρύπνιες δουλειάς — δείχναν κάπου ψηλά πίσω απ' τα σύγνεφα.

Ένα παράθυρο ανοίγει. Κ' ένα άλλο. Αυτός σκουπίζει τον ιδρώτα του.
Καλημέρα — είπε. Καλημέρα. Ζέστη σήμερα. Μεγάλη ασβεστωμένη κάτοψη.

Κ' η πινακίδα —ξύλινη τετράγωνη— αυτό όλο-όλο — είπε, τίποτ' άλλο —
στη διασταύρωση εκεί: «Από δω προς τον ήλιο». Μεθαύριο
που θα περνάνε μες στον ήλιο με σημαίες κ' εργαλεία
μπορεί και κάποιος να σταθεί μια σύντομη στιγμή και να ρωτήσει:
«Ποιος να 'γραψε με τόσο αδέξια γράμματα τούτη την πινακίδα;»
και κάποιος άλλος ίσως να θυμάται και να πει·
«Ο Γιάννης Ρίτσος — ποιητής της τελευταίας προ Ανθρώπου εκατονταετίας».

ΑΘΗΝΑ, Ιούλιος - Αύγουστος 1942

[πηγή: Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα 1930-1942, τ. Α΄, Κέδρος, Αθήνα 1979 (12η έκδ.), σ. 501 & 520-521]

εικόνα