Βασίλη Βασιλικού, «Ο εκχριστιανισμός των μωαμεθανών» (απόσπασμα)

Στην Καβάλα γεννήθηκα κι έζησα, σαν μικρό παιδί, τα ευτυχισμένα προπολεμικά της χρόνια. Τότε που οι μεγαλοκαπνέμποροι καίγαν χιλιάρικα για ν' ανάψουν ένα τσιγάρο, φωταγωγούσαν καράβια για να 'χουν πιο όμορφη θέα από τις βεράντες τους, στα γλέντια που κάναν. Τότε που η φράση «η κόρη μου παίρνει καπνεργάτη» είχε νόημα, γιατί το επάγγελμα ήταν κατοχυρωμένο κι ο μισθός του καπνεργάτη ήταν μισθός διευθυντή. Τότε και οι καπνοπαραγωγοί ζούσαν καλά· πουλούσαν τον καπνό μια λίρα την οκά και κάθε χρόνο αύξαιναν την καλλιέργειά του. Το χωριό Παράδεισος, κοντά στο Νέστο, ήταν αληθινός παράδεισος. Τότε ακόμα, στα χωριά, δεν είχε φανεί ο περονόσπορος.

Τη μέρα που κηρύχτηκε ο πόλεμος, εγώ, με τη σάκα του σχολείου, βρισκόμουν πάνω στην κορφή του λόφου, στον Άη Γιάννη. Οι καμπάνες χτυπούσαν και το λιμάνι, κάτω, άστραφτε γιορταστικά. Είδα την κυρία Πάτρα να κατεβαίνει τα σκαλιά που οδηγούσαν στο σπίτι μας τρεχάτη, με τα πασούμια, τα μπιγκουντί και τη ρόμπα της. «Τί είναι;» τη ρωτώ. «Ο πόλεμος», μου λέει. Κι όπως δεν ήξερα τί παναπεί πόλεμος, την άκουσα να συμπληρώνει δείχνοντας το απέναντι βουνό: «Νά! Από κει θα κατέβουν οι Βούλγαροι!»

Πραγματικά, οι Βούλγαροι κατέβηκαν μια μέρα, δεν ξέρω όμως αν ήταν από εκείνο το βουνό ή από τον Άγιο Σίλα κι εμείς οικογενειακώς φύγαμε σαν πρόσφυγες για τη Θεσσαλονίκη. [...]

Σε όλη την κατοχή ο παπούς μου μας έστελνε βουλγάρικες καραμέλες απ' την Καβάλα.

Μετά την απελευθέρωση γυρίσαμε, γιατί ο πατέρας μου πίστευε στον επαναπατρισμό. Κι εγώ συνέχισα να πηγαίνω στο Δημοτικό, στο Λύκειο του Καρυωτάκη, αλλά τώρα η ζωή της Καβάλας ήταν διαφορετική. Πεινούσαμε.

Το λιμάνι της είχε μόνιμα ένα στολίσκο με ναρκαλιευτικά, που ψάρευαν τις νάρκες από το Βορεινό Αιγαίο, ανάμεσα Αγιονόρος, Θάσο και Σαμοθράκη.

Μια τέτοια νάρκη έσκασε μια φορά σ' ένα κάβο της Θάσου, εκεί που ψάρευα με τον ξάδερφό μου τον Σταμάτη. Τη φέρανε τα κύματα του μαΐστρου, ξεκομμένη απ' το βυθό, σαν θαλασσολούλουδο. Κι ο τόπος ξαφνικά γέμισε από ζαλισμένα ψάρια, που, όπως τα ρέματα της θάλασσας ήταν πολλά, τα παράσερναν στ' ανοιχτά, κατά το Άγιο Όρος.

[...]

Η Καβάλα σήμερα, 50 χρόνια έπειτα από την απελευθέρωσή της από την τουρκική κατοχή, είναι σε μια κατάσταση πολύ χειρότερη από την προπολεμική και με ακόμα πιο σκοτεινές προοπτικές για το μέλλον. Κι αιτία ο καπνός, μοναδική πηγή για την πόλη.

[...]

Αυτό το πρώτο πλήγμα στην καπνεργατική τάξη γίνεται σε λίγο πιο βαθύ με την ημι-αυτοματοποίηση που μπαίνει στην επεξεργασία του καπνού και που τείνει προς την πλήρη αυτοματοποίηση. Έτσι, η είσοδος της μηχανής μες στον πατροπαράδοτο τρόπο επεξεργασίας με τα χέρια, διώχνει από τα μαγαζιά χιλιάδες εργάτες, λιγοστεύοντας συνάμα και την διάρκεια της δουλειάς. Για να μιλήσουμε συγκεκριμένα: αν μια επιχείρηση που έκανε το χρόνο 1.000.000 οκάδες καπνά απασχολούσε για το ξεφύλλισμα γύρω στους 1.000 εργάτες και για 200 μεροκάματα τον καθένα, σήμερα, με τη μηχανή ξεφυλλίσματος, για την ίδια αυτή ποσότητα καπνού χρειάζεται μόνο 250 εργάτες και για 80 μεροκάματα. Κι αν πριν ήθελε 70-80 πατητές, με το ημι-αυτόματο σύστημα τής είναι αρκετοί 12-14, ενώ με το αυτόματο χρειάζονται μόνο δύο χειριστές της πρέσσας.

Κάθε έμπορος είναι φυσικό ν' αποβλέπει σε μεγαλύτερο κέρδος. Τί γίνεται όμως με τους καπνεργάτες; Τί γίνεται με τους ανθρώπους αυτούς που δουλεύουν για το μεροκάματο; 39-40 δραχμές καθαρά είναι το σημερινό ημερομίσθιο της καπνεργάτισσας. 62-63 δρχ. καθαρά είναι το ημερομίσθιο του καπνεργάτη-στιβαδόρου, πατητή. Κ' η δουλειά εποχική. Τρεις με τέσσερεις μήνες το χρόνο δουλεύουν οι γυναίκες. Πέντε με έξη μήνες το χρόνο δουλεύουν οι άντρες. Τον υπόλοιπο χρόνο κάθονται άνεργοι. Και το πράγμα απ' το κακό πάει στο χειρότερο, γιατί οι συνθήκες εργασίας μέσα στα καπνομάγαζα χειροτερεύουν ολοένα. Εξοντωτήρια κατάντησαν τα σημερινά καπνομάγαζα.

[...]

[πηγή: Βασίλης Βασιλικός, Εκτός των τειχών, Πλειάς, Αθήνα 1973, σ. 53-56]

εικόνα