ὡς καὶ οἱ ἑτέρας πόλεις κατοικοῦντες |
|
όπως και αυτοί που ζουν / κατοικούν στις άλλες πόλεις |
ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον (επιμερ. αντων.) |
άλλος, άλλη, άλλο |
ἐπιτηδεύω |
ασχολούμαι, ασκώ επάγγελμα (πβ. ν.ε.: επιτηδευματίας) |
ἵνα... πορίζωνται (ρ. πορίζομαι) |
για να αποκτούν / εξασφαλίζουν |
ὁ ναύκληρος |
ο ιδιοκτήτης πλοίου, ο ναυτικός, ο θαλασσινός |
περὶ τὴν τοῦ σώματος τροφὴν ἑαυτῷ καὶ τοῖς οἰκείοις ἐσπούδαζεν |
μεριμνούσε για τη συντήρηση του εαυτού του και των δικών του |
τοῦτ’ αὐτὸ δ’ ἐποίει (ρ. ποιέω, ποιῶ) |
και το ίδιο ακριβώς έκανε |
ὁ κάπηλος |
ο μικροπωλητής |
ἡ ἀλφιτοποιία |
η παρασκευή αλφίτων, κριθάλευρου |
ὁ οἰκέτης |
ο οικιακός δούλος |
ἔτι |
ακόμα, επιπλέον |
πολλάκις |
πολλές φορές |
ἐλειτούργει (ρ. λειτουργέω, λειτουργῶ) |
προσέφερε δημόσια υπηρεσία με δικά του χρήματα |
ἐγεώργει (ρ. γεωργέω, γεωργῶ) |
ήταν γεωργός, καλλιεργούσε τη γη |
ὁ βοῦς, τοῦ βοός |
το βόδι (στον πληθ. τα βοοειδή, τα κτηνοτροφικά ζώα) |
ἡ χλαμυδουργία |
η τέχνη της κατασκευής χλαμύδων |
ἡ ἐξωμιδοποιία |
η τέχνη της κατασκευής εξωμίδων (ενδυμάτων που άφηναν ακάλυπτους τους ώμους) |
τινά (αόρ. αντων.) |
κάποια (τέχνη) |
ἐξεμάνθανον (ρ. ἐκμανθάνω) |
μάθαιναν καλά (πβ. ν.ε.: εκμάθηση, μαθησιακός) |
οἷον |
όπως, παραδείγματος χάρη |
ὁ λιθοξόος |
ο τεχνίτης της πέτρας, ο μαρμαράς; |
κεραμέων (ουσ. ὁ κεραμεύς) |
των κεραμέων, των τεχνιτών του πηλού |
τεκτόνων (ουσ. ὁ τέκτων) |
των μαραγκών ή οικοδόμων (πβ. ν.ε.: αρχιτέκτονας, τεκτονικός) |
ὁ σκυτοτόμος |
ο βυρσοδέψης, ο τσαγκάρης |
τὰ ἐπιτήδεια |
τα αναγκαία για τη ζωή |
ἐξειργάζοντο (ρ. ἐξεργάζομαι) |
εργάζονταν και αποκτούσαν / εξασφάλιζαν |
Ερμηνευτικά σχόλια
πολλὰ ἐν τῷ βίῳ ἐπιτηδεύουσι: Μόλις ένας νεαρός Αθηναίος ολοκλήρωνε τη βασική εκπαίδευση που περιγράψαμε στην προηγούμενη Ενότητα, μπορούσε να ακολουθήσει –ιδιαίτερα από τον 5ο αι. π.Χ.– ανώτερες σπουδές κοντά στους φιλοσόφους και τους σοφιστές. Αυτό βέβαια ίσχυε, κυρίως, για τα αγόρια των εύπορων οικογενειών. Τα υπόλοιπα στρέφονταν στον βιοπορισμό ακολουθώντας, συνήθως, τα επαγγέλματα των γονέων τους.
ναύκληρος: Χάρη στη γεωγραφική θέση της πόλης τους και λόγω της αδυναμίας της αττικής γης να συντηρήσει αποκλειστικά με τη γεωργία τους κατοίκους της, οι Αθηναίοι στράφηκαν γρήγορα στο εμπόριο, κυρίως στο θαλάσσιο. Πλοιοκτήτες και κυβερνήτες των εμπορικών πλοίων ήταν οι ναύκληροι·με εισαγωγές και εξαγωγές ασχολούνταν οι ἔμποροι, ενώ με το λιανικό εμπόριο οι κάπηλοι. Υπηρεσίες αλλαγής ξένων νομισμάτων στο τοπικό νόμισμα παρείχαν οι ἀργυραμοιβοί.
Ερωτήσεις
- Να αναφέρετε στηριζόμενοι στο κείμενο επαγγέλματα των αρχαίων Αθηναίων.
- Σε ποια επαγγελματική δραστηριότητα διακρίθηκαν οι Αθηναίοι εξαιτίας της αδυναμίας της γης τους να τους συντηρήσει; Ποια επαγγέλματα που αναφέρονται στο κείμενο σχετίζονται με αυτή τη δραστηριότητα;
Β. Ετυμολογικά
Η ετυμολογία των λέξεων
Παραγωγή και Σύνθεση
Στο Β′ μέρος κάθε Ενότητας θα παρουσιάζονται οι τρόποι με τους οποίους σχηματίζονται οι λέξεις στην Αρχαία Ελληνική. Η διερεύνηση της προέλευσης και του σχηματισμού των λέξεων λέγεται ετυμολογία[1]. Σκοπό έχει να βοηθήσει στην πληρέστερη κατανόηση των λέξεων της ελληνικής γλώσσας.
Μερικές λέξεις δημιουργούνται από μία άλλη λέξη:
Μερικές άλλες λέξεις προέρχονται από την ένωση δύο ή περισσότερων λέξεων:
Οι διαδικασίες αυτές σχηματισμού νέων λέξεων είναι αντίστοιχα η παραγωγή, την οποία θα μελετήσετε σε αυτή την τάξη, και η σύνθεση, με την οποία θα ασχοληθείτε εκτενώς στην επόμενη τάξη.
Παράγωγες λέξεις
- Η λέξη από την οποία σχηματίζεται μια άλλη λέξη λέγεται πρωτότυπη. Η λέξη που παράγεται από μια πρωτότυπη λέξη λέγεται παράγωγη.
- Οι παράγωγες λέξεις σχηματίζονται από τις πρωτότυπες με την προσθήκη παραγωγικών καταλήξεων:
πρωτότυπη λέξη |
παράγωγη λέξη |
θέμα + κατάληξη |
θέμα + κατάληξη |
σπουδ-ή |
σπουδ-άζω |
ἐπιτηδεύ-ω |
ἐπιτήδευ-μα |
- Tο αρχικό θέμα από το οποίο προέρχονται οι λέξεις, συχνά με μετασχηματισμούς, λέγεται ρίζα. Παρακάτω δίνονται ορισμένες λέξεις που παράγονται από τη ρίζα γραφ-. Έχουν όλες το ίδιο θέμα;
- Η λέξη που δεν παράγεται από άλλη, αλλά σχηματίζεται απευθείας από κάποια ρίζα με την προσθήκη μιας κατάληξης λέγεται ριζική λέξη.
- Μια ομάδα λέξεων (απλών ή σύνθετων) που προέρχονται από την ίδια ρίζα λέγονται ομόρριζες.
Σύνθετες λέξεις
- Οι λέξεις λίθος + ξέω (= ξύνω) δημιουργούν τη λέξη λιθοξόος. Μια λέξη που σχηματίζεται από δύο άλλες ονομάζεται σύνθετη λέξη. Οι λέξεις που τη σχηματίζουν αποτελούν τα συνθετικά μέρη της.
συνθετικά μέρη |
σύνθετη λέξη |
α′ συνθετικό + β′ συνθετικό |
λίθος + ξέω |
λιθοξόος |
διά + τρέφομαι |
διατρέφομαι |
ἐκ + μανθάνω |
ἐκμανθάνω |
- Κάθε λέξη που δεν είναι σύνθετη είναι απλή.
Ασκήσεις
- Να κατατάξετε τις λέξεις που ακολουθούν σε απλές και σύνθετες: τρέφω, πόλις, βραχύβιος, κωμόπολις, βίος, ἀνατρέφω, ἐξωμιδοποιία, χλαμυδουργία, τέχνη, κατοικέω-κατοικῶ.
- Να αντιστοιχίσετε τις πρωτότυπες λέξεις της στήλης Α′ με τις παράγωγές τους στη στήλη B′:
Α′ |
B′ |
1. ποιέω, ποιῶ |
α. μαθητής |
2. κάπηλος |
β. πολίτης |
3. πόλις |
γ. καπηλεύω |
4. σθένος |
δ. κόσμημα |
5. μανθάνω |
ε. ποίημα |
6. κοσμέω, κοσμῶ |
στ. σθεναρός |
- Να αντιστοιχίσετε τις νεοελληνικές λέξεις της Α′ στήλης με τις αρχαίες ελληνικές της B′ στήλης με τις οποίες παρουσιάζουν ετυμολογική συγγένεια. Συμβουλευτείτε λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής:
Α′ |
Β′ |
1. συμφορά |
α. τυγχάνω |
2. κρατικός |
β. φαίνω |
3. τυχερός |
γ. τάχος |
4. φανερός |
δ. νέμω |
5. επιτάχυνση |
ε. ἐπικράτησις |
6. διανομή |
στ. φέρω |
Γ. Γραμματική
1. Tόνοι και πνεύματα
Η Αρχαία Ελληνική αρχικά γραφόταν χωρίς τόνους και πνεύματα, καθώς οι φυσικοί ομιλητές της δε χρειάζονταν ιδιαίτερα σημεία για να προφέρουν σωστά τις λέξεις, γιατί ακούγονταν μόνο στην προφορά. Μετά όμως από την επέκταση του Ελληνισμού με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου η ελληνική γλώσσα υπέστη μεταβολές εξαιτίας της επαφής της με άλλες γλώσσες. Γι’ αυτό παρουσιάστηκε η ανάγκη να αναπτυχθούν τρόποι και κανόνες που θα βοηθούσαν στη σωστή εκμάθηση της Ελληνικής από τους ξένους. Μεταξύ αυτών ήταν και η επινόηση των τόνων και των πνευμάτων.
Tόνοι
Σε κάθε λέξη, επάνω στο φωνήεν ή στη δίφθογγο της συλλαβής που τονίζεται, σημειώνουμε έναν ορισμένο τόνο. Οι τόνοι είναι: η οξεία (ˊ), η βαρεία (ˋ) και η περισπωμένη ( ~ ).
- Η οξεία σημειώνεται πάνω από το φωνήεν της συλλαβής που προφέρεται σε υψηλότερο τόνο.
- Η βαρεία τονίζει μόνο τη λήγουσα, που προφέρεται σε χαμηλότερο τόνο, όταν δεν ακολουθεί σημείο στίξης.
- Η περισπωμένη [ή οξυβαρεία ( ^ )] σημειώνεται μόνο σε μακρές συλλαβές, όταν ο ομιλητής πρέπει να ανεβάσει και αμέσως μετά να κατεβάσει τον τόνο της φωνής του κατά την προφορά του ίδιου φωνήεντος. Έτσι, η λέξη «βῆμα» προφερόταν στην α.ε. «μπέὲμα».
Πνεύματα
Κάθε λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο ή από το σύμφωνο ῥ- παίρνει πάνω σε αυτό ένα πνεύμα. Τα πνεύματα είναι: η ψιλή (᾿) και η δασεία (῾).
- Οι περισσότερες λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν ή δίφθογγο παίρνουν ψιλή.
- Η δασεία δηλωνόταν αρχικά με το γράμμα «Η» και προφερόταν σαν ένα αχνό «χ», περίπου όπως ο αγγλικός φθόγγος «h» (π.χ. στη λέξη «history»). Έτσι, όταν σε μια αρχαία επιγραφή διαβάζουμε «ΗΕΛΛΑΣ», μεταγράφουμε «Ἑλλάς».
- Στη Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής θα βρείτε τον κατάλογο με τις δασυνόμενες λέξεις. Εύκολα μπορείτε να θυμάστε ότι δασύνονται πάντα το υ και το ρ, όταν βρίσκονται στην αρχή μιας λέξης, π.χ. ὕδωρ, ῥοή[2].
Οι πέντε βασικοί κανόνες τονισμού:
- Όταν η λήγουσα είναι μακρόχρονη, δεν τονίζεται η προπαραλήγουσα, π.χ. ἀνθρώπου.
- Μια μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει οξεία, αν η λήγουσα είναι μακρόχρονη, π.χ. μνήμη.
- Μια μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει περισπωμένη, αν η λήγουσα είναι βραχύχρονη, π.χ. μῆλον, οἶκος.
- Η προπαραλήγουσα παίρνει πάντοτε οξεία, ποτέ περισπωμένη, π.χ. ἄτομον
- Μια βραχύχρονη συλλαβή παίρνει πάντοτε οξεία, ποτέ περισπωμένη, π.χ. τόμος.
2. Μέρη του λόγου
Στην α.ε., όπως και στη ν.ε, υπάρχουν δέκα κατηγορίες λέξεων, τα μέρη του λόγου.
Στο κείμενο της Ενότητας συναντήσατε όλα τα μέρη του λόγου (εκτός από επιφωνήματα): |
άρθρο |
ουσιαστικό |
επίθετο |
αντωνυμία |
ρήμα |
μετοχή |
επίρρημα |
πρόθεση |
σύνδεσμος |
οἱ |
πόλεις |
πολλά |
ἑτέρας |
ἐσπούδαζε |
κατοικοῦντες |
ὡς |
ἐν |
καί |
Από τα μέρη του λόγου το άρθρο, το όνομα (ουσιαστικό ή επίθετο), η αντωνυμία και η μετοχή σχηματίζουν πτώσεις, γι’ αυτό και ονομάζονται πτωτικά.
3. Τα παρεπόμενα των πτωτικών
Τα παρεπόμενα (ή συνακόλουθα) των πτωτικών στην α.ε. είναι τα εξής:
α. Οι γνωστές από τη ν.ε. πτώσεις (ονομαστική, γενική, αιτιατική και κλητική). Στην α.ε. υπήρχε άλλη μία πτώση, η δοτική, η οποία σήμερα χρησιμοποιείται μόνο σε κάποιες στερεότυπες εκφράσεις, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Η λέξη «δοτική» προέρχεται από το ρήμα «δίδωμι» (= δίνω) και δηλώνει αυτόν στον οποίο δίνεται κάτι, π.χ. δίδωμι τῷ φίλῳ δῶρα (= δίνω στον φίλο δώρα).
Στο κείμενο της Ενότητας απαντούν οι ακόλουθες λέξεις σε δοτική πτώση:
τῷ βίῳ, ἑαυτῷ, τοῖς οἰκείοις, τῇ πόλει.
Για να αποδώσουμε τη δοτική στη ν. ε., χρησιμοποιούμε κυρίως φράσεις με τις προθέσεις με, σε (στον, στην, στο), για ή απλή αιτιατική πτώση.
Στη ν.ε. σώζονται στερεότυπες φράσεις με δοτική. Ποια είναι η σημασία των παρακάτω προτάσεων;
- Διέπραξε το έγκλημα εν ψυχρώ!
- Του έτυχαν αναποδιές, εντούτοις (ἐν τούτοις) δεν έχασε το κέφι του.
- Έχεις εν μέρει δίκιο.
- Εν τέλει (ἐν τέλει) αποφάσισε να έρθει στην εκδρομή.
- Εν συνεχεία θα μιλήσουμε για τις συνέπειες του σεισμού.
- Κηδεύτηκε με τιμές εν ενεργεία ναυάρχου.
- Εν πάση περιπτώσει, θα έρθω μαζί σου.
- Τον απέφευγαν λόγω του χαρακτήρα του.
- Δόξα τω Θεώ, φτάσαμε στην ώρα μας.
- Συν Θεώ θα κερδίσουμε στον αυριανό δύσκολο αγώνα.
Από τις πτώσεις της α.ε. η ονομαστική και η κλητική χαρακτηρίζονται ορθές και οι υπόλοιπες πλάγιες.
β. Τα γνωστά από τη ν.ε. γένη (αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο).
γ. Οι αριθμοί στην α.ε. είναι τρεις: ο ενικός, ο πληθυντικός και ο δυϊκός (που δεν υπάρχει στη ν.ε.)· ο τελευταίος φανερώνει ότι γίνεται λόγος για δύο πρόσωπα, ζώα ή πράγματα, π.χ. (εν.) ὁ ἄνθρωπος - (πληθ.) οἱ ἄνθρωποι - (δυϊκός) τὼ ἀνθρώπω (= οι δύο άνθρωποι).
δ. Οι κλίσεις στην α.ε. είναι τρεις: η πρώτη, η δεύτερη και η τρίτη, π.χ. ἡ τράπεζα (ουσ. α′ κλίσης), ὁ ἄνθρωπος (ουσ. β′ κλίσης), ἡ πόλις (ουσ. γ′ κλίσης), ὁ καλός, ἡ καλή, τὸ καλόν (επίθ. β′ κλίσης), ὁ/ἡ εὐγνώμων, τὸ εὔγνωμον (επίθ. γ′ κλίσης).
4. Τα παρεπόμενα του ρήματος
Τα παρεπόμενα (ή συνακόλουθα) του ρήματος στην α.ε. είναι τα εξής:
α. Τα γνωστά από τη ν.ε. πρόσωπα (α′, β′, γ′).
β. Οι αριθμοί (ενικός, πληθυντικός, δυϊκός).
γ. Οι εγκλίσεις (οριστική, υποτακτική, ευκτική, προστακτική) και οι ονοματικοί τύποι (απαρέμφατο, μετοχή).
δ. Οι χρόνοι (ενεστώτας, παρατατικός, μέλλοντας, αόριστος, παρακείμενος, υπερσυντέλικος και συντελεσμένος μέλλοντας). Αξίζει να σημειωθεί ότι η α.ε. δε διαθέτει χωριστό τύπο μέλλοντα για τη δήλωση του στιγμιαίου και του εξακολουθητικού. Έτσι, π.χ., ο τύπος μέλλοντα λύσω μπορεί να αποδοθεί με τις φράσεις «θα λύσω» ή «θα λύνω».
ε. Οι φωνές (ενεργητική και μέση).
στ. Οι διαθέσεις (ενεργητική, μέση, παθητική, ουδέτερη)[3].
ζ. Τέλος, τα ρήματα της α.ε., ανάλογα με τον τρόπο που κλίνονται, εντάσσονται σε συζυγίες. Στην α′ συζυγία ανήκουν τα ρήματα που στο α′ ενικό της οριστικής ενεστώτα ενεργητικής φωνής λήγουν σε -ω (π.χ. λέγω) και στη β′ συζυγία όσα λήγουν σε -μι (π.χ. τίθημι).
Ασκήσεις
- Να τονίσετε τις ακόλουθες λέξεις, δικαιολογώντας την επιλογή σας, και να βάλετε το σωστό πνεύμα: θηκη, λεγω, νησος, σταδιον, περιβολος, αδυτον, ναυλος, κτηνος, μεσον, τροπος, λογων, νεος, βωλος, ταυρος, δουλων, δουλος, γενναιων, οινος, γενναιος, μηκος, ζευγος, οικτος, ρωμη (= σωματική δύναμη), ρητωρ, ψηφος, χωρος, πολεμων, τραπεζης, ανθρωπων, τοιχος.
- Να συνδυάσετε τις φράσεις της στήλης Α′ με τις κατάλληλες της στήλης Β′, ώστε να σχηματιστούν νοηματικώς αποδεκτές προτάσεις:
Α′ |
Β′ |
Η λέξη διετρέφετο |
είναι ουσιαστικό |
Η λέξη τινά |
είναι πρόθεση |
Η λέξη ἀπό |
είναι ρήμα |
Η λέξη κεραμέων |
είναι αντωνυμία |
- Να γράψετε (με τη βοήθεια λεξικού) προτάσεις στη ν.ε. χρησιμοποιώντας τις παρακάτω λόγιες φράσεις: εν κινήσει, εν δράσει, εν ανάγκη, εν προκειμένω, ενόψει, επ’ αυτοφώρω, εν καιρώ, εν λευκώ.
- Να συνδυάσετε τις λέξεις της στήλης Α′ με τις κατάλληλες λέξεις της στήλης Β′, ώστε να σχηματιστούν λόγιες φράσεις που χρησιμοποιούνται στη ν.ε. Στη συνέχεια να σχηματίσετε με αυτές προτάσεις στη ν.ε.
Α′ |
Β′ |
πάση |
λόγω |
ενώπιος |
ευκαιρία |
επ’ ουδενί |
χρόνω |
επί τη |
θυσία |
εν ευθέτω |
ενωπίω |
- Αφού παρατηρήσετε την εικόνα, να επιλέξετε την κατάλληλη συνοδευτική φράση:
- Γλύπται ἀγάλματα σμιλεύουσι.
- Κεραμεῖς κρατῆρας (= αγγεία για κρασί) ἐκ πηλοῦ πλάττουσιν.
- Χαλκεῖς ξίφη σιδηρᾶ ποιοῦσιν.
Μουσείο Καλών Τεχνών Βοστόνης
ἔργον δ’ οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δὲ τ’ ὄνειδος
Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, στ. 311
Η δουλειά δεν είναι ντροπή· ντροπή είναι να μην κάνεις τίποτε.
[1] Ο όρος προέρχεται από τη λ. ἔτυμον (ουσιαστικοποιημένο ουδ. του αρχ. επιθ. ἔτυμος = αληθινός) και σημαίνει «αληθινή σημασία μιας λέξης σύμφωνα με την καταγωγή της».
[2] Επίσης, παρατηρήστε ότι οι ελληνικές λέξεις που δασύνονται αρχίζουν συνήθως από h, όταν μεταγράφονται σε ξένες γλώσσες π.χ. (αγγλ.) Hellas, history (ἱστορία), hero (ἥρως), (γαλλ.) Homêre (Ὅμηρος), hystérie (ὑστερία), (γερμ.) Harmonie (ἁρμονία).
[3] Τόσο στην Αρχαία όσο και στη Νέα Ελληνική δε θα πρέπει να συγχέονται η φωνή και η διάθεση ενός ρήματος. Η φωνή είναι γραμματική κατηγορία που σχετίζεται με την κατάληξη του ρήματος, ενώ η διάθεση έχει να κάνει με τη σημασία του (βλ. σ. 87). |