Χαρακτηριστικά παραδείγματα πιστών φίλων

Αχιλλέας και Πάτροκλος, Ορέστης και Πυλάδης, Επαμεινώνδας και Πελοπίδας

Ο Αχιλλέας επιδένει το τραύμα του Πατρόκλου.
Αττική ερυθρόμορφη κύλικα του ζωγράφου του Σωσία, περίπου 500 π.Χ., Altes Museum, Βερολίνο.

Όμηρος, «Ιλιάδα» Σ 1-125:
ο Αχιλλέας θρηνεί τον νεκρό Πάτροκλο.

Ἐνῶ ἐκεῖνοι ἐμάχονταν ἀκράτητοι σὰν φλόγα
μηνυτὴς ἦλθ’ ὁ Ἀντίλοχος στὸν θεῖον Ἀχιλλέα.
Τὸν ἦβρ’ ἐκεῖ κατέμπροσθεν στὰ ὀρθόπρυμνα καράβια,
ποὺ ὅ,τι εἶχεν ἤδη τελειωθῆ στὸν νοῦν του μελετοῦσε
κι ἔλεγε μὲ παράπονο στὴν ἀνδρικὴν ψυχήν του:
«Ὀιμένα, πῶς οἱ Ἀχαιοὶ στὴν πεδιάδα πάλιν
κλονίζονται καὶ τὴν φυγὴν ἐπῆραν πρὸς τὰ πλοῖα,
φοβοῦμαι μὴν οἱ ἀθάνατοι μοῦ κάμουν ν’ ἀληθεύση
πόνος πικρὸς ποὺ κάποτε μοῦ πρόλεγε ἡ μητέρα,
πὼς ζώντας μου ὁ καλύτερος τῶν Μυρμιδόνων ἄνδρας
ἀπὸ τῶν Τρώων τὴν ὁρμὴν τοῦ ἡλιοῦ τὸ φῶς θ’ ἀφήσω.
Πέθανεν ἄχ! ὁ ἀνδράγαθος υἱὸς τοῦ Μενοιτίου,
κακός! καὶ τοῦ παράγγελνα νὰ γύρη εὐθὺς ὀπίσω,
ἅμα ἐμποδίση τοὺς ἐχθροὺς νὰ κάψουν τὰ καράβια
καὶ τοῦ ἀνδροφόνου Ἕκτορος τὴν λόγχην ν’ ἀποφύγη».
Μέσα εἰς αὐτοὺς τοὺς λογισμούς, ἐμπρός του ἐφανερώθη
ὁ Ἀντίλοχος καὶ τοῦ ’λεγε μὲ δάκρυα πυρωμένα:
«Μήνυμα, ὀιμένα, θλιβερὸ θὰ μάθης, Ἀχιλλέα,
ποτὲ νὰ μ’ εἶχεν ἀκουσθῆ· κεῖται ὁ Μενοιτιάδης
ὁ Πάτροκλος, καὶ πολεμοῦν εἰς τὸ νεκρόν του σῶμα
γυμνό, κι ἐπῆρε τ’ ἄρματα ὁ λοφοσείστης Ἕκτωρ».
᾽Εκεῖνον τότ’ ἐσκέπασε ἡ σκοτεινιὰ τοῦ πόνου
καὶ ἀθάλην πῆρε κι ἔχυσε καὶ μὲ τὰ δυό του χέρια
στὴν κεφαλὴν καὶ ἀσχήμισε τὸ πρόσωπο τ’ ὡραῖο.
Καὶ ἡ μαύρη στάκτη ἐκάθιζε στὸν ἄφθαρτον χιτώνα.
Κι ἐκείτονταν φαρδὺς πλατὺς στὸ χῶμα ξαπλωμένος
καὶ μὲ τὰ χέρια ἀσχήμιζε ξεσπώντας τὰ μαλλιά του.
Καὶ οἱ δοῦλες, ποὺ ἦσαν λάφυρα αὐτοῦ καὶ τοῦ Πατρόκλου,
μὲ θλιβερὸ ξεφωνητὸ κεῖ ἔξω ἐπεταχθῆκαν
καὶ ὁλόγυρά του κλαίοντας ὀλιγοψυχισμένες
ὅλες ἐστηθοδέρνονταν· ὁ Ἀντίλοχος κι ἐκεῖνος
ὠδύρετο τὰ χέρϊα κρατώντας τοῦ Ἀχιλλέως
φοβούμενος μὲ σίδερο μὴ κόψη τὸν λαιμόν του.
Καθὼς ἐβαρυστέναζεν ἡ ἀνδράγαθη ψυχή του
καὶ ἐβογγοῦσε τρομερὰ τὸν ἄκουσε ἡ μητέρα
στὰ βάθη ὅπ’ ἔστεκε σιμὰ στὸν γέρον της γονέα,
καὶ πόνου ἔβγαλε βοὴν κι εὐθὺς ἦλθαν σιμά της
ὅσες οἰκοῦν στῆς θάλασσας τὰ βάθη Νηρηίδες
οἱ θεὲς ὅλες, Θάλεια, Ὠρείθυια, Κυμοδόκη,
Νησαία, Γλαύκη, Ἴαιρα, μεγαλομάτ’ Ἁλία,
Ἀκταία καὶ Λιμνώρεια, Μελίτη, Κυμοθόη,
Πρωτὼ καὶ Θόη καὶ Ἀγαυή, Δωρὶς καὶ Δυναμένη,
Κλυμένη, Καλλιάνειρα, Ἰάνασσ’, Ἀμφιθόη,
Φέρουσα, Καλλιάνασσα, Δωτὼ καὶ Ἀμφινόμη,
Ἀμάθεια καλοπλέξουδη, Σπειὼ καὶ Δεξαμένη
καὶ Νημερτὴς καὶ Ἀψευδὴς καὶ Μαίρα καὶ Πανόπη,
Γαλάτεια πολυένδοξη κι Ἰάνειρα κι οἱ ἄλλες
ὅσες στὰ βάθη ἐβρίσκονταν ἀκόμη Νηρηίδες.
Ἦλθαν καὶ τ’ ἄντρο ἐγέμισε τὸ ἀργυροφωτισμένο˙
στηθοκοπιοῦνταν κι ἔκανεν ἀρχὴν τοῦ θρήνου ἡ Θέτις:
«Ὦ ἀδελφές μου, ἀκούσετε, καλές μου Νηρηίδες,
νὰ μάθετε τὲς πίκριες ποὺ τρέφω στὴν ψυχήν μου.
Ὦ ἄμοιρη, ὦ κακότυχη γεννήτρα ἑνὸς ἀνδρείου·
υἱὸν γενναῖον δυνατὸν καὶ τῶν ἡρώων πρῶτον
ἐγέννησα, καί, ὡσὰν φυτὸ ποὺ ἀνδρώνεται στὸν κῆπον,
ἀφοῦ τὸν γλυκοανάστησα, τὸν ἔστειλα εἰς τὴν Τροίαν
μὲς στὰ κυρτὰ καράβια του ἐκεῖ νὰ πολεμήση·
ἀλλὰ δὲν θέλει γύρει αὐτὸς στὰ γονικά του πλέον
ἡ ἀγκάλη μου νὰ τὸν δεχθῆ στὸ σπίτι τοῦ Πηλέως.
Καὶ ὅσο μοῦ ζῆ καὶ τοῦ ἡλιοῦ τὸ φῶς ἀκόμη βλέπη
θλίβεται καὶ δὲν δύναμαι νὰ γίνω βοηθός του.
Τώρα σηκώνομαι νὰ ἰδῶ τὸ ἀγαπητὸ παιδί μου
νὰ μάθω ἀπὸ τὸ στόμα του ποιὰ θλίψις τὸν ἐβρῆκε
ἐκεῖ ποὺ ἀπὸ τὴν ταραχὴν ἀπέχει τοῦ πολέμου».
Εἶπε καὶ τ’ ἄντρον ἄφησε· καὶ ὀπίσω της οἱ κόρες
δακρύζοντας, καὶ γύρω τους τὸ κύμα τῆς θαλάσσης
ἄνοιγε. Καὶ ὅταν ἔφθασαν στὴν κάρπιμην Τρωάδα
ὅλες ἀράδ’ ἀνέβαιναν στὴν ἄκρην ὅπου οἱ πρύμνες
τῶν Μυρμιδόνων στέκονταν σιμὰ στὸν Ἀχιλλέα˙
σ’ αὐτὸν ποὺ βαρυστέναζεν ἦλθε ἡ θεὰ μητέρα
καὶ μὲ ψιλὸ ξεφωνητό, τοῦ ἀγαπητοῦ παιδιοῦ της
τὴν κεφαλὴν ἀγκάλιασε καὶ τοῦ ’πε δακρυσμένη:
«Τέκνο, τί κλαίεις; Τί καϋμὸς τώρα σὲ ἦβρε πάλιν;
Λέγε, μὴ τό ’χης μυστικό· σοῦ ἐτέλεσεν ὁ Δίας
ὅ,τι ἀπ’ αὐτὸν ἐζήτησες μὲ σηκωτὲς ἀγκάλες,
ὅλ’ οἱ Ἀχαιοὶ μὲ συντριμμὸν ν’ ἀποκλεισθοῦν στὲς πρύμνες
καὶ ὅπως φρικτὰ παθαίνοντας ν’ ἀποζητοῦν ἐσένα».
Κι εἶπε βαρυστενάζοντας ὁ θεῖος Ἀχιλλέας:
«Μητέρα, ναί, τὰ ἐτέλεσεν, ὡς εἶπες, ὁ Κρονίδης˙
ἀλλὰ πῶς νὰ τὸ χαίρωμαι; Μοῦ ἐχάθη ὁ ποθητός μου
Πάτροκλος, ὁ ὑπεράκριβος, ὁ φίλος τῆς καρδιᾶς μου.
Ὁ Ἕκτωρ μοῦ τὸν ἔσφαξε καὶ τ’ ἄρματα τοῦ ἐπῆρε
θαυμάσια, θεόρατα, ποὺ ἐδῶκαν τοῦ Πηλέως
δῶρον ἐξαίσιον οἱ θεοὶ σ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν,
ὅταν ἐκεῖνοι σ’ ἔφεραν σ’ ἀνδρὸς θνητοῦ τὴν κλίνην.
Αὐτοῦ μὲ τὲς ἀθάνατες θαλάσσιες νά ’χες μείνει,
ἐσὺ καὶ νὰ εἶχεν ὁ Πηλεὺς πάρει θνητὴν γυναίκα.
Καὶ ἀντὶς πόνος αἰώνιος θὰ θλίβη τὴν ψυχήν σου
τοῦ πεθαμένου τέκνου σου, ποὺ δὲν θὰ γύρη πλέον
στὰ γονικὰ νὰ τὸν δεχθῆς· διότι ἐγὼ δὲν θέλω
νὰ ζήσω, μὲς στοὺς ζωντανοὺς νὰ εἶμ᾽, ἐὰν ὁ Ἕκτωρ
πρῶτος ἀπὸ τὴν λόγχην μου δὲν ξεψυχήση ἐμπρός μου,
καὶ μοῦ πληρώση τὴν σφαγὴν τοῦ ἀγαπητοῦ Πατρόκλου».
Σ’ ἐκεῖνον τότε ἀπάντησε δακρύζοντας ἡ Θέτις:
«Καὶ τότε ὀλιγοήμερος θὰ εἶσαι, ἀγαπητέ μου,
ὅτ’ ὕστερ’ ἀπ’ τὸν Ἕκτορα ἐγγύς σου εἶναι τὸ τέλος».
Μὲ πόνον εἶπεν ὁ Ἀχιλλεύς: «Στὸν τόπο ἂς πεθάνω
ἀφοῦ μοῦ ἐμέλλετο βοηθὸς τοῦ φίλου νὰ μὴ γίνω
εἰς τὴν σφαγήν του· τώρα αὐτὸς ἀπ’ τὴν πατρίδα πέρα
ἀπέθανε, ζητώντας με στοῦ ὀλέθρου του τὴν ὥραν˙
τώρ’ ἀφοῦ δὲν θὰ ξαναϊδῆ τὴν ποθητὴν πατρίδα
οὐδ’ ἔσωσα τὸν Πάτροκλον κι ἐκείνους τοὺς συντρόφους
τοὺς ἄλλους ποὺ ἀπ’ τοῦ Ἕκτορος τὴν λόγχην ἀπεθάναν,
ἀλλὰ στὲς πρύμνες κάθομαι τῆς γῆς χαμένο βάρος,
ἐγὼ τῶν ἄλλων Ἀχαιῶν στὸν πόλεμον ὁ πρῶτος
ἂν καὶ στὸν λόγον ἀπὸ ἐμὲ καλύτερ’ εἶναι καὶ ἄλλοι.
Ἀπ’ τοὺς θεοὺς κι ἀπ’ τοὺς θνητοὺς νὰ ἐχάνετο ἡ διχόνοια,
καὶ ἡ χολὴ ποὺ καὶ ἄνθρωπον μὲ γνώση ἐξαγριώνει
ποὺ μὲς στὰ στήθη χύνεται γλυκιὰ καὶ μελωμένη
καὶ ὡς μαῦρος ἔπειτα καπνὸς ξεσπᾶ καὶ μεγαλώνει,
καθὼς ἐμένα ἐχόλωσεν ὁ μέγας Ἀγαμέμνων.
Ἀλλ’ ὅ,τι ἐγίνη ἀφήνομεν ἂν καὶ ἀδικημένοι
καὶ τὴν ψυχὴν στὰ στήθη μας δαμάζομ’ ἐξ ἀνάγκης·
καὶ τώρα τοῦ Πατρόκλου μου θὰ φθάσω τὸν φονέα
τὸν Ἕκτορα. Καὶ θὰ δεχθῶ τὴν μοίρα τοῦ θανάτου,
ὅταν οἱ ἀθάνατοι θεοὶ καὶ ὁ Ζεὺς μοῦ τὴν διορίσουν.
Ὅτι οὐδ’ ὁ μέγας Ἡρακλῆς ἐξέφυγε τὴν μοίραν,
ποὺ ἦταν ὑπεράκριβος υἱὸς τοῦ ὑψίστου Δία˙
ἀλλὰ τῆς Ἥρας ἡ ὀργὴ τὸν δάμασε καὶ ἡ μοίρα.
Καὶ ἂν εἶναι τέτοια ἡ μοίρα μου κι ἐγὼ θενὰ ἡσυχάσω
ὅταν πεθάνω, ἀλλ’ ὄνομα λαμπρὸν ἂς πάρω τώρα,
ἂν κάμω τὲς βαθύζωνες μητέρες εἰς τὴν Τροίαν
ν’ ἀναστενάξουν θλιβερὰ καὶ μὲ τὰ δυό τους χέρια
εἰς τ’ ἁπαλὰ τους μάγουλα τὰ δάκρυα νὰ σφογγίζουν.
Καὶ ὅτι ἀρκετὰ ἀπ’ τὸν πόλεμον ἡσύχασ’ ἂς γνωρίσουν·
μὴ μὲ κρατῆς, μητέρα μου, κι ἐγὼ θὰ πολεμήσω».

[πηγή:Ομήρου Ιλιάς, μτφρ. Ιάκωβος Πολυλάς, Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα 1965]

Ευριπίδης, «Ιφιγένεια εν Ταύροις», 597-617, 674-722: Ο Ορέστης αρνείται να θυσιαστεί ο Πυλάδης.

στ. 597-617

Ορέστης
Όσα είπες, όλα ωραία, εχτός από ένα·
τούτου η σφαγή είν' αβάσταχτη για μένα. 
Το πλοίο των συμφορών το 'χω αρματώσει
εγώ· κι αυτός συνταξιδεύει μόνο 
για βοηθός μου. Λοιπόν δεν είναι δίκιο, 
με το χαμό του φίλου για όρο, χάρες 
να κάνω κι έτσι εγώ να ξεγλιστρήσω. 
Μα ας γίνει αλλιώς· σ' αυτόν το γράμμα δώσε·
στ' Άργος θα πάει, κι ό,τι ζητάς θα το 'χεις·
κι εμένα ας με σκοτώσει όποιος το θέλει·
Πολλή ντροπή, τους φίλους σου να ρίχνεις 
σε συμφορές και να γλιτώνεις ο ίδιος! 
Κι η ζωή ενός φίλου όπως αυτός δεν είναι 
λιγότερο ακριβή από τη δικιά μου.

Ιφιγένεια
Ω ευγενικιά ψυχή! Μεγάλης ρίζας
θα 'σαι βλαστός· στους φίλους τέλειος φίλος·
μακάρι κι ο αδερφός πόχω αφησμένον 
να σου μοιάζει· γιατί και εγώ έχω, ξένοι, 
αδερφό, που μονάχα δεν τον βλέπω. 
Κι αφού το θέλεις, τούτον με το γράμμα
θα στείλουμε κι εσύ ας πεθάνεις· τόση 
αφού σ' αυτό έχεις κιόλας προθυμία.

Ορέστης
Τη φοβερή θυσία ποιος θ' αναλάβει;

Ιφιγένεια
Εγώ· τη θεά μας έτσι εξιλεώνω.

στ. 674-722

Πυλάδης
Ντροπή να ζήσω, όταν εσύ πεθάνεις·
μαζί σου στο ταξίδι, πρέπει να 'ρθω
μαζί σου και στον Άδη. Αλλιώς και στο Άργος
και μες στην πολυχάραδρη Φωκίδα
άναντρο και δειλό θα με νομίσουν·
θα κρίνουν οι πολλοί–γιατί άναντροι είναι
κιόλα οι πολλοί–πως γλίτωσα και μόνος
γύρισα πίσω, αφού σε πρόδωσα· ίσως
πως, βλέποντας τα πάθια του σπιτιού σας,
σού 'στησα ενέδρα, σού 'σκαψα το λάκκο,
το θρόνο για να πάρω εγώ, σαν άντρας
της αδερφής σου, μόνης κληρονόμας.
Αυτά φοβούμαι, αυτά ντροπή μου φέρνουν,
κι αδύνατο να μη σ' ακολουθήσω
στη σφαγή, στη θανή, στο κάψιμο σου,
σα φίλος. κι από φόβο κατηγόριας.

Ορέστης
Μίλα καλά· τις συφορές μου πρέπει
να τις σηκώνω εγώ· κι αφού έναν πόνο
να 'χω μπορώ, δεν παίρνω κι άλλον. Τούτο 
που πόνο και ντροπή το λες, θα μείνει
σ' εμένα, αν σε σκοτώσω, ενώ βοηθός μου
στους κόπους μου ήσουν· κι ούτε δα άσκημο είναι,
αφού οι θεοί με καταντήσαν έτσι,
να φύγω από τον κόσμο· εσύ όμως είσαι
καλότυχος, και αγνό το σπιτικό σου,
κι όχι καταραμένο, μολυσμένο
σαν το δικό μου. Κι αν εσύ ξεφύγεις
και κάμεις και παιδιά απ' την αδερφή μου,
που για γυναίκα σου έδωσα, θα ζήσει
κι εμένα τ' όνομα μου, κι άκληρο έτσι
το πατρογονικό μου δε θα σβήσει
ποτέ. Μονάχα πήγαινε και ζήσε, 
και το σπίτι κυβέρνα του πατέρα.
Και στην Ελλάδα σα θα πας και στο Άργος
το πλούσιο σε άτια, μια εντολή σου δίνω
ορκίζοντας σε στο δεξί σου χέρι·
τάφο ύψωσε μου, βάλε απάνω μνήμης
σημάδια, και στο λάκκο μου να δώσει
και δάκρυα και μαλλιά της η αδερφή μου.
Πέθανα, πες, αφού με αγίασμα πρώτα
πλάι στο βωμό με ράντισε μια Αργεία.
Κι η ερμιά του σπιτιού μου ας μη σε κάμει
ν' απαρνηθείς ποτέ την αδερφή μου.
Και τώρα γεια σου· εσύ 'σουν της καρδιάς μου
ο φίλος, σύντροφε μου στους αγώνες
και συνανάθροφέ μου, εσύ, που τόσο
βάρος απ' τα δεινά μου έχεις σηκώσει.
Ο Φοίβος με ξεγέλασε, αν και μάντης·
από ντροπή για τον παλιό χρησμό του
μ' έστειλε πέρα αλάργα απ' την Ελλάδα
με πονηριά. Βασίστηκα σ' εκείνον,
τον πίστεψα, της μάνας μου έχω γίνει
φονιάς, κι ανταμοιβή μου είν' ο χαμός μου.

Πυλάδης
Και τάφο θα έχεις, και την αδερφή σου
δε θα την αρνηθώ, φτωχέ μου· φίλο
θα σ' έχω πιο ακριβό, σα θα πεθάνεις,
κι απ' όσο σε είχα ζωντανό. Δε σ' έχει
χαλάσει ωστόσο ακόμα η θεία μαντεία,
αν και είναι πια κοντά η σφαγή· η μεγάλη
κακοτυχιά καμιά φορά τυχαίνει
να φέρει και αλλαγή πολύ μεγάλη.

[πηγή: Δραματική Ποίηση, Ευριπίδη, Ιφιγένεια η εν Ταύροις Γ' Γυμνασίου, μτφ. Θ. Σταύρου, Αθήνα: ΟΕΔΒ 1996]

Ο θάνατος του Επαμεινώνδα
Isaak Walraven, 1726, Rijksmuseum Twenthe, Enschede
[πηγή: Wikimedia Commons]

Ο Επαμεινώνδας σώζει τον Πελοπίδα στη μάχη.

Ο Επαμεινώνδας ήταν μέλος της αριστοκρατίας της Θήβας. Ο Κορνέλιος Νέπος θεωρεί πως ο πατέρας του, Πολύμνις, αποκληρώθηκε από τους προγόνους του. Δάσκαλος του Επαμεινώνδα ήταν ο τελευταίος γνωστός Πυθαγόρειος φιλόσοφος, Λύσις του Ταράντα. Ο Επαμεινώνδας ήταν άριστος μαθητής. Ο Νέπος επίσης καταγράφει πώς ο νεαρός Επαμεινώνδας δούλευε σκληρά για να αυξήσει τη σωματική του δύναμη, καθώς θεωρούσε πως η ευκινησία ήταν το κύριο όπλο για τη νίκη σε ένα πόλεμο. Ο Επαμεινώνδας άρχισε να υπηρετεί ως στρατιώτης μετά την ενηλικίωση του–ο Πλούταρχος αναφέρει ένα περιστατικό, το οποίο έλαβε χώρα στη μάχη της Μαντινείας, και επηρέασε τον Επαμεινώνδα. Χωρίς να δηλώνεται ρητά, πιθανόν αυτή να ήταν η σπαρτιατική επίθεση στη Μαντινεία το 385 π.Χ, την οποία περιέγραψε ο Ξενοφώντας–ο Πλούταρχος καταγράφει πώς ο Επαμεινώνδας συμμετείχε στη μάχη ως μέλος της θηβαϊκής μονάδας βοήθειας, η οποία βοηθούσε τους Σπαρτιάτες, για αυτό και η μάχη ταιριάζει με την περιγραφή του Ξενοφώντα. Ο Επαμεινώνδας, ακόμα νέος, συμμετείχε στη μάχη της Μαντινείας.

Εκεί, στη Μαντινεία, συνέβη ένα σημαντικό γεγονός για τη ζωή του Επαμεινώνδα. Στη μάχη, ο Επαμεινώνδας έσωσε τη ζωή του Πελοπίδα.
Ο Πελοπίδας, μετά από 7 χτυπήματα, έπεσε κοντά σε ένα πλήθος από δικούς του και εχθρούς–αλλά ο Επαμεινώνδας, παρόλο που τον θεώρησε νεκρό, στάθηκε μπροστά για να υπερασπιστεί το σώμα και τα χέρια του, μόνος εναντίον πολλών, προτιμώντας να πεθάνει παρά να αφήσει τον Πελοπίδα να βρίσκεται πεσμένος εκεί. Και τώρα, ο Επαμεινώνδας βρισκόταν σε άθλια κατάσταση, καθώς είχε δεχθεί χτύπημα από δόρυ στο στήθος. Προς καλή του τύχη, ο Αγησίπολις, βασιλιάς των Σπαρτιατών, έσπευσε σε βοήθεια, και έσωσε και τον Πελοπίδα και τον Επαμεινώνδα.
Ο Πλούταρχος θεωρεί πως αυτό το περιστατικό έκανε τη φιλία τους πιο δυνατή, καθώς ο Πελοπίδας θα ήταν βοηθός του Επαμεινώνδα για τα επόμενα 20 χρόνια.

Επαμεινώνδας [πηγή: Βικιπαίδεια]

εικόνα