Αρχαία Ελληνική Γλώσσα (Γ΄ Γυμνασίου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)

IV. Συγκεντρωτικοί πίνακες φαινομένων

Ι. ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ

Α. Οι φθόγγοι και τα γράμματα

Α. Οι φθόγγοι και τα γράμματα

Β. Τα μέρη του λόγου

1. Διαίρεση των μερών του λόγου

2. Παρεπόμενα των πτωτικών

3. Παρεπόμενα του ρήματος

Γ. Τα ουσιαστικά

1. Οι κλίσεις

2. Η γ΄κλίση

Δ. Τα επίθετα

1. Δευτερόκλιτα

2. Τριτόκλιτα

3. Τα ομαλά παραθετικά επιθέτων

4. Ανώμαλα παραθετικά επιθέτων

θετικός συγκριτικός υπερθετικός
ἀγαθός ὁ, ἡ ἀμείνων, τὸ ἄμεινον ἄριστος, -η, -ον
ὁ, ἡ βελτίων, τὸ βέλτιον βέλτιστος, -η, -ον
ὁ, ἡ κρείττων, τὸ κρεῖττον κράτιστος, -η, -ον

ὁ, ἡ λῴων, τὸ λῷον

λῷστος, -η, -ον
κακός ὁ, ἡ κακίων, τὸ κάκιον κάκιστος, -η, -ον
ὁ, ἡ χείρων, τὸ χεῖρον χείριστος, -η, -ον
καλός ὁ, ἡ καλλίων, τὸ κάλλιον κάλλιστος, -η, -ον
μέγας ὁ, ἡ μείζων, τὸ μεῖζον μέγιστος, -η, -ον
μικρός ὁ, ἡ ἐλάττων, τὸ ἔλαττον ἐλάχιστος, -η, -ον
ὀλίγος ὁ, ἡ μείων, τὸ μεῖον ὀλίγιστος, -η, -ον
πολύς ὁ, ἡ πλείων, τὸ πλέον πλεῖστος, -η, -ον

 

Ε. Οι αντωνυμίες

 

ΣΤ. Το ρήμα

1. Οι συζυγίες

2. Η ομαλή αύξηση

συλλαβική χρονική
ἐ- λαμβάνω → ἐλάμβανον α, ε → η ἄρχω → ρχον, ἐλπίζω → λπιζον
αι, ει → ῃ αἴρω → ρον, εἰκάζω → καζον
ο → ω ὁρίζω → ριζον
οι → ῳ οἰκίζω → κιζον
ῐ, ῠ → -ῑ , ῡ ἱδρύω → δρυον, ὑβρίζω → βριζον
αυ, ευ → ηυ αὔξω → ηὖξον, εὕδω → ηὗδον

3. Ο ομαλός αναδιπλασιασμός

Το ρήμα αρχίζει από: είδος αναδιπλασιασμού
Α.

1. απλό σύμφωνο (εκτός του ῥ-)

 

 

2. δύο σύμφωνα, {

   από τα οποία:

 

 

το πρώτο είναι άφωνο

(κ, γ, χ, π, β, φ, τ, δ, θ)

και το δεύτερο υγρό ή ένρινο

(λ, ρ, μ, ν, )

 

επανάληψη του αρχικού συμφώνου + ε

 λύωλέλυκα

 γράφω → γέγραφα

Β.

 

1. διπλό σύμφωνο (ζ, ξ, ψ)

2. ῥ-

3. δύο σύμφωνα, χωρίς να είναι το πρώτο

άφωνο και το δεύτερο υγρό ή ένρινο

4. τρία σύμφωνα

συλλαβική αύξηση

 ψηφίζω → ψήφικα

 άπτω → ρραφα

 κτείνω → κτονα

 στρατεύω → στράτευκα

Γ. φωνήεν ή δίφθογγο

χρονική αύξηση

  λπίζω → λπικα

  θροίζω → θροικα

5. Ρήματα που σχηματίζουν β΄ αόριστο

ρήμα β΄αόριστος οριστικής β΄αόριστος υποτακτικής
ἄγω ἤγαγον ἀγάγω
αἱρῶ εἷλον ἕλω
αἰσθάνομαι ᾐσθόμην αἴσθωμαι
ἁμαρτάνω ἥμαρτον ἁμάρτω
ἀποθνῄσκω ἀπέθανον ἀποθάνω
ἀφικνοῦμαι ἀφικόμην ἀφίκωμαι
βάλλω ἔβαλον βάλω
γίγνομαι, εἰμί ἐγενόμην γένωμαι
ἔρχομαι ἦλθον ἔλθω
εὑρίσκω εὗρον, ηὗρον εὕρω
ἔχω ἔσχον σχῶ
λαγχάνω ἔλαχον λάχω
λαμβάνω ἔλαβον λάβω
λανθάνω ἔλαθον λάθω
λέγω εἶπον εἴπω
λείπω ἔλιπον λίπω
μανθάνω ἔμαθον μάθω
ὁρῶ εἶδον ἴδω
πάσχω ἔπαθον πάθω
πίπτω ἔπεσον πέσω
τυγχάνω ἔτυχον τύχω
τρέχω ἔδραμον δράμω
 φέρω ἤνεγκον ἐνέγκω
φεύγω ἔφυγον φύγω

ΙΙ. ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ