Η καταγωγή του Εύμαιου ο 403-429

Νησί 'ναι, αν τό 'χης ακουστά, Συρία τ' όνομά του,
από την Ορτυγία, ψηλά, πού 'ναι οι τροπές του ήλιου·
κόσμο δεν έχει και πολύ, μα καρπερό και πλούσιο
σε πρόβατα και σε βοσκές, σε αμπέλια και σιτάρι.
Η πείνα εκεί δεν έρχεται, μήτ' άλλη μαύρη αρρώστια
δεν πέφτει τους κακόμοιρους ανθρώπους να θερίζη·
παρά στην πολιτεία τους οι ανθρώποι σα γεράσουν,
ο Φοίβος ο αργυρότοξος κι η Άρτεμη με σαΐτες
ανέπονες πηγαίνουνε και τους γλυκοκοιμίζουν.
Δυό πολιτείες είν' εκεί, και τά 'χουν μοιρασμένα·
ένα γνωρίζουν βασιλιά, τον κύρη μου κι οι δυό τους,
άντρα θεόμοιαστο πολύ, το Χτήσιο του Ορμένου.
Κι ήρθανε τότες Φοίνικες θαλασσοξακουσμένοι,
αρπάχτες, και μ' αρίθμητα στολίδια στο καράβι.
Είχε ο γονιός μου Φοίνισσα στο σπίτι του γυναίκα,
ώρια και μεγαλόκορμη, σ' έργα λαμπρά τεχνίτρα·
αυτή τήνε ξελόγιασαν οι Φοίνικες οι πλάνοι,
και καθώς έπλενε σιμά στο μελανό καράβι,
κάποιος την πρωταγκάλιασε και το φιλί της πήρε,
που τη γυναίκα ξεπλανάει όσο καλή κι αν είναι.
Και τήνε ρώταγε ύστερα ποιά νά 'ταν κι αποπούθε·
κι εκείνη αμέσως τού 'δειξε τον πύργο του γονιού μου·
«Απ' την πολύχαλκη έρχουμαι Σιδώνα, κι είμαι κόρη
του Αρύβαντα, που ο πύργος του βιός ήτανε γεμάτος·
μα εμένα κλέφτες Ταφινοί με βρήκαν και μ' αρπάξαν
ερχάμενη απ' την εξοχή, και πέρα εκεί με φέραν,
στου ανθρώπου αυτού τ' αρχοντικό, κι αγόρασέ με εκείνος.»

[πηγή: Ομήρου Οδύσσεια, μτφ. Αργύρης Εφταλιώτης]

εικόνα