Η πλαστή διήγηση του Οδυσσέα ξ 199-234

Απ' την απλόχωρη βαστάει η φύτρα μου την Κρήτη,
και πλούσιου ανθρώπου είμαι παιδί· κι άλλους πολλούς στο σπίτι
γέννησε γιούς κι ανάθρεψε με τη στεφανωτή του,
μα εμένα εκεί με γέννησε σκλάβα αγαπητικιά του.
Όμως σαν τ' άλλα του παιδιά κι εμένα με τιμούσε,
ο Κάστορας του Ύλακα· θρέμμα του εγώ παινιέμαι,
που τόνε λάτρευε σα θεό στην Κρήτη ο κόσμος όλος,
τι πλούτια και καλοτυχιά και ξακουστά είχε τέκνα.
Μα του θανάτου οι δαίμονες στον Άδη σαν τον πήγαν,
τα παλληκάρια του το βιός μοιράστηκαν με κλήρους,
κι εμένα λίγο μερτικό μου αφήκαν, κι ένα σπίτι.      
Κόρη γονιών μυριόπλουτων πήρα γυναίκα τότες,
από δική μου λεβεντιά, γιατί άναντρος δεν ήμουν
μήτε ανωφέλευτος εγώ· τώρα μου λείψαν όλα.
Μα κι απ' την καλαμιά θαρρώ που βλέπεις, θα με νιώσης,
τι ήμουν πριχού με ζώσουνε τα βάσανα κι οι πόνοι.
Θάρρος και τόλμη η Αθηνά κι ο Άρης μου χαρίσαν,
που ασκέρια ομπρός μου σπάζανε· σαν έπαιρνα μαζί μου
παλληκαράδες διαλεχτούς, και στήναμε καρτέρι,
μεγάλο πλέχνοντας κακό του οχτρού, η αντρειωμένη
ψυχή μου τότες θάνατο δε λόγιαζε ομπροστά της,
μόν' πρώτος πρώτος χούμιζα, κι όποιος οχτρός δε μπόρειε
να με ξεφύγη, τού 'παιρνα τη ζωή με το κοντάρι.
Τέτοιος εγώ στον πόλεμο· δε μ' άρεζαν χωράφια
και σπιτικά, που συνηθούν λαμπρά παιδιά να θρέφουν,
μόνε όλο πλοία με τα κουπιά λαχτάραγε η καρδιά μου,
πολέμους, και καλόξεστα κοντάρια και σαγίτες,
κακά, που φόβο σε αλλονούς κι ανατριχίλα δίνουν.
Μα πάλε, τα όσα μού 'βαζε ο θεός στο νου αγαπούσα·
τι άλλα ο ένας κυνηγάει, κι άλλα ζητάει ο άλλος.
Και πριν ακόμα οι Αχαιοί πατήσουνε στην Τροία,
εννιά φορές εγώ αρχηγός με τα καράβια βγήκα
σε ξένους τόπους, και πολλά μάζευα τότες πλούτια.
Διάλεγα μέρος, και πολλά μου πέφταν και στον κλήρο.
Μεγάλωσε κι αρχόντηνε μεμιάς το σπιτικό μου,
κι όλοι την Κρήτη μ' έβλεπαν με σεβασμό και φόβο.

[πηγή: Ομήρου Οδύσσεια, μτφ. Αργύρης Εφταλιώτης]

εικόνα