Ο θρήνος του χορού

Αισχύλος, Πέρσες 532-557, 576-583: Ο θρήνος του Χορού μετά την αναγγελία της ήττας στη ναυμαχία της Σαλαμίνας

ΧΟΡΟΣ
ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ
Παντοδύναμε Δία, τώρα που έφτειρες
το περήφανο αμέτρητο στράτευμα
των Περσών, μες στα Σούσα κ' Εκβάτανα
πένθος άπλωσες μαύρο.
Μύριες τώρα γυναίκες ξεσκίζουνε
με ταδύναμα χέρια τους πέπλους των
και με δάκρυα ποτάμια ολομούσκευτους
πλημμυρούνε τους κόρφους των,
που όλες έχουνε μέρος στο πένθος.
Κ' οι Περσίδες οι νύφες οι αβρόκλαυτες
να ιδούν πίσω ποθόντας τα ταίρια τους
ταπαλόστρωτ' αφήνουν κρεββάτια τους
–αναγάλλια της ξέγνοιαστης νιότης των–
και θρηνούν με πιο αχόρταγο κλάμα.
Μα κ' εγώ των αντρών που χαθήκανε
                τιμή φέρνω στο θάνατο,
                πολυπένθητο θάνατο αλήθεια.

                Τώρα πέρα για πέρα θρηνεί
της Ασίας η χώρα π' αδειάζει.
τους ωδήγησ' ο Ξέρξης, αλλοί!
τους εχάλασ' ο Ξέρξης, αλλοί.
κιόλα τάφερ' ο Ξέρξης στραβά δίχως γνώση
με τα πλοία που πήε ν' αρματώση.
Γιατί πώς κι ο Δαρείος ποτέ στον καιρό του
δεν προξένησε βλάβη καμμιά στο λαό του,
ο Δαρείος βασιλιάς τοξοκράτης
των Σουσίων ο καλός πρωτοστάτης.
[...]
Αχ, φριχτά μες στο κύμα αργασμένα
τα κορμιά τους ξεσκίζουν, ωϊμέ,
τα βουβά τα κουτάβια, ωϊμένα,
της αμόλυντης θάλασσας, ωϊμέ·
μα στα σπίτια πενθούν που τους χάσαν
κι οι γερόντοι γονιοί, που ορφανεύουν,
ως τα ουράνια θρηνούν και την πάσα
συμφορά τους μαθαίνουν.

[Πηγή: Οι τραγωδίες του Αισχύλου, μτφ. Ι. Ν. Γρυπάρη, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 2001]

 

info