Μ. Μητσάκης, Το Φίλημα

Στο Μανιάκι, πάνω στην κορυφή του λόφου, από τους τριακόσιους μαχητές δεν έμεινε κανένας ζωντανός... Κι ανάμεσά τους ο Παπαφλέσσας, που άρχισε πρώτος τη σφαγή και σταμάτησε τελευταίος, ωχρός, ξαπλωμένος, με πλατιά πληγή στο στήθος, κρατά ακόμα το σπασμένο κομμάτι από το σπαθί του, με δάχτυλα σφιχτά... Και ο Αιγύπτιος ανεβαίνει με καλπασμό αλόγων και κλαγγή ξιφών, με ήχους τύμπανων και βοή σαλπίγγων, ενώ τα μπαϊράκια του κυματίζουν στον άνεμο του βραδινού και τα μισοφέγγαρα τους αστράφτουν στον ορίζοντα της δύσης...

Ο Ιμπραήμ έφτασε στο φρύδι του λόφου, ανέβηκε και στάθηκε. Και μ' ανοιχτό το βλέμμα, έκπληκτο, αναμετρά τα ψηλά κορμιά των παλικαριών, τα πλατιά τους στέρνα, τα μπράτσα τους τα δυνατά, τις ωραίες μορφές τους, τα περήφανα μέτωπά τους...
– Ποιος είναι ο Παπαφλέσσας;
Οι οδηγοί του έτρεξαν, έδειξαν το πτώμα.
– Σηκώστε τον, μωρέ, πάρτε τον... Πάρτε τον, πλύντε τον... Πλύντε το το παλικάρι...
Δυο άντρες τον πήραν από τις μασχάλες, τον σήκωσαν, τον έστησαν στα πόδια του και πήγαν σε μια κοντινή πηγή. Τον έπλυναν και γύρισαν πίσω, φέρνοντάς τον.
– Στήστε τον εκεί από κάτω.
Τον έστησαν σ' ένα δέντρο, τον ακούμπησαν, τον στερέωσαν στον κορμό, τον ισορρόπησαν, σαν ζωντανό...
Τότε ο Ιμπραήμ πλησιάζει αργά προς το δέντρο, στέκεται και βλέπει σιωπηλός για πολλή ώρα το άπνοο σώμα του αντιπάλου και κάτω από το φως της σελήνης, που ανέτελλε εκείνη την ώρα αιματόχροη, κάτω απ' τα κλαδιά που φρικιούσαν πένθιμα, φιλεί, με ένα παρατεταμένο φίλημα, τον όρθιο νεκρό.

Μιχαήλ Μητσάκη, Το φίλημα

[πηγή: Στα Νεότερα Χρόνια, Ιστορία Στ΄ Δημοτικού, τόμ. 3ος (ΟΕΔΒ, 1997)]

 

info