Έθιμα των λαών στον Ηρόδοτο

Έθιμα των λαών στον Ηρόδοτο

Ηρόδοτος 1.131-138: Έθιμα των Περσών

[131] Ξέρω που οι Πέρσες έχουν τα ακόλουθα έθιμα: Δεν το έχουνε συνήθεια να φτιάχνουν και να στήνουνε αγάλματα και ναούς και βωμούς· αντίθετα όσους κάνουν τέτοια τους έχουν για μωρούς, κατά την γνώμη μου επειδή δεν πίστεψαν ποτέ τους θεούς με ανθρώπινη μορφή, όπως λ.χ. οι Έλληνες. Οι ίδιοι συνηθίζουν να ανεβαίνουν στα ψηλά βουνά και εκεί να προσφέρουν θυσίες στο Δία, αποκαλώντας Δία όλον τον ουράνιο θόλο. Κάνουν ακόμη θυσίες στον ήλιο και στη σελήνη, στη γη και στη φωτιά, στο νερό και στους ανέμους. Σ' αυτούς μονάχα τους θεούς θυσιάζουν από παλιά· αργότερα έμαθαν να θυσιάζουν και στην Ουρανία Αφροδίτη — κι αυτό το πήραν από τους Ασσυρίους και τους Άραβες. Οι Ασσύριοι ονομάζουν την Αφροδίτη Μύλιττα, οι Αράβιοι Αλιλάτ, οι Πέρσες Μίτρα.

[132] Ο τρόπος που οι Πέρσες θυσιάζουν στους παραπάνω θεούς είναι ο ακόλουθος: Δεν κάνουνε βωμούς, ούτε κι ανάβουν φωτιές από πάνω προκειμένου να θυσιάσουν· δεν κάνουνε σπονδές, ούτε χρησιμοποιούν αυλό, ούτε στεφάνια ούτε κριθάρια. Όταν κάποιος θέλει να θυσιάσει στον ένα ή τον άλλο θεό, οδηγεί το ζώο του σ' ένα χώρο καθαρό και επικαλείται το θεό, έχοντας στεφανώσει την τιάρα του κυρίως με μυρτιά. Δεν επιτρέπεται αυτός που θυσιάζει να εύχεται αποκλειστικά και μόνον για τον εαυτό του, για να του δώσει ο θεός αγαθά· αλλά προσεύχεται για το καλό όλων των Περσών και για του βασιλιά, αφού μέσα σ' όλους τους Πέρσες συμπεριλαμβάνεται κι αυτός. Κι όταν κόψει το σφάγιο σε κομμάτια και βράσει τα κρέατα, στρώνει από κάτω χόρτο τρυφερό, κυρίως τριφύλλι, κι από πάνω βάζει όλα τα κρέατα. Μετά από αυτή την τακτοποίηση, ένας μάγος, που είναι εκεί παρών, ψάλλει τη θεογονία· τέτοιο, όπως λένε οι ίδιοι, είναι το περιεχόμενο του άσματος. Χωρίς να παραστέκεται ένας μάγος, δεν επιτρέπεται σ' αυτούς να κάνουνε θυσία. Ύστερα, αυτός που κάνει τη θυσία, περιμένει για λίγο· μετά παίρνει τα κρέατα μαζί του και τα χρησιμοποιεί κατά τη θέλησή του.

[133] Από όλες τις ημέρες συνηθίζουν να γιορτάζουν πιο πολύ οι Πέρσες την επέτειο των γενεθλίων τους. Τη μέρα αυτή θεωρούν δικαίωμά τους να στρώνουνε πιο πλούσιο τραπέζι από τις άλλες. Τότε οι πλούσιοι βάζουν στο φούρνο ολόκληρο ένα βόδι, ένα άλογο, μια καμήλα κι ένα γομάρι, και στρώνουν μ' αυτά το τραπέζι τους· οι φτωχοί βάζουν στο τραπέζι τους μικρά ζώα. Το κυρίως φαγητό τους δεν είναι πολύ, τρώνε όμως πολλά επιδόρπια, και όχι όλα μαζί, αλλά λίγα λίγα. Γι' αυτόν το λόγο λένε οι Πέρσες για τους Έλληνες ότι σηκώνονται από το τραπέζι πεινασμένοι, γιατί ύστερα από το φαγητό δεν τους σερβίρεται τίποτε ξεχωριστό, κι αν τύχει και τους σερβιρίσουν, ε τότε δε σταματούν να τρώνε. Πίνουν πολύ κρασί οι Πέρσες, και δεν τους επιτρέπεται να κάνουν εμετό ούτε να κατουρήσουν μπροστά στους άλλους. Αυτά τα έθιμα τα κρατούν. Από την άλλη μεριά συνηθίζουν να συζητούν τα πιο σοβαρά τους ζητήματα μεθυσμένοι. Το συμπέρασμα, που ύστερα από τη συζήτηση θα τους φανεί σωστό, αυτό το ίδιο, την επομένη μέρα που είναι ξεμέθυστοι, το φέρνει πάλι στη μέση ο οικοδεσπότης του σπιτιού, όπου συμβαίνει να είναι μαζεμένοι και να συζητούν. Αν τύχει και τους αρέσει και τώρα που είναι νηφάλιοι, το βάζουνε σε πράξη, αν δεν τους αρέσει, το απορρίπτουν. Αν πάλι τύχει την πρώτη απόφαση να την έχουν πάρει ξεμέθυστοι, την ξανασυζητούν και μεθυσμένοι.

[134] Όταν συναπαντιούνται στους δρόμους, έτσι μπορεί να διαπιστώσει κανείς αν αυτοί που ανταμώνονται είναι από την ίδια τάξη· αντί δηλαδή να χαιρετιστούν μόνο με λόγια, φιλιούνται στο στόμα· αν πάλι συμβεί ο ένας από τους δύο να είναι από κατώτερη τάξη, φιλιούνται στο μάγουλο, κι αν τύχει ο ένας τους να είναι πολύ πιο άσημος, πέφτει μπροστά και προσκυνά τον άλλο. Τιμούν οι Πέρσες από όλους πιο πολύ —φυσικά μετά τον εαυτό τους— τους πιο γειτονικούς τους λαούς, ύστερα όσους κατοικούν λίγο μακρύτερα, και προχωρούν αναλογικά εξαρτώντας από την απόσταση την υπόληψή τους για τους άλλους. Δηλαδή δεν υπολήπτονται σχεδόν καθόλου όσους κατοικούν πολύ μακριά τους, πιστεύοντας ότι ανάμεσα στους ανθρώπους οι ίδιοι είναι οι καλύτεροι σ' όλα και παντού, ενώ των άλλων η αρετή εξαρτάται από την αναλογία που είπαμε· ενώ γι' αυτούς που κατοικούν πολύ μακριά τους πιστεύουν ότι είναι οι χειρότεροι. Από τα χρόνια ακόμη που κυρίαρχοι ήταν οι Μήδοι, οι διάφοροι λαοί του βασιλείου εξουσίαζαν ο ένας τον άλλο: οι Μήδοι όλους, και ειδικότερα αυτούς που κατοικούσαν γύρω τους, κι οι τελευταίοι με τη σειρά τους τους γείτονές τους. Με αυτό το αναλογικό σύστημα οι Πέρσες ρυθμίζουν την υπόληψή τους για τους άλλους ανθρώπους. Γιατί και με τους Μήδους ο κάθε λαός προοδευτικά εξουσίαζε και επετρόπευε τον γείτονά του.

[135] Οι Πέρσες είναι λαός που δέχεται ξένα έθιμα περισσότερο από κάθε άλλον: Φορούν λ.χ. τη μηδική στολή, επειδή βρήκαν πως είναι πιο όμορφη από τη δική τους, και στον πόλεμο πάλι τους αιγυπτιακούς θώρακες. Έμαθαν ακόμη να επιδίδονται σε κάθε είδους απόλαυση, και σμίγουν και με αγόρια, πράγμα που το έμαθαν από τους Έλληνες. Καθένας τους παντρεύεται πολλές νόμιμες γυναίκες και έχει στη διάθεσή του ακόμη περισσότερες παλλακίδες.

[136] Απόδειξη ανδρισμού, ύστερα από το να είναι κανείς γενναίος στον πόλεμο, θεωρείται το εξής: αν κανείς έχει να επιδείξει πολλά παιδιά. Και σ' αυτόν που έχει να δείξει τα πιο πολλά παιδιά, κάθε χρόνο ο βασιλιάς του στέλνει δώρα. Γιατί οι Πέρσες πιστεύουν ότι στην ποσότητα βρίσκεται η δύναμη. Μαθαίνουν στα παιδιά τους —αρχίζοντας από τα πέντε χρόνια ως τα είκοσι— τρία πράγματα μόνο: να καβαλικεύουν άλογα, να ρίχνουν το δοξάρι και να λένε την αλήθεια. Πριν γίνει το παιδί πέντε χρονώ, δεν το βλέπει ο πατέρας του, αλλά ζει μαζί με τις γυναίκες. Κι αυτό γίνεται για τον εξής λόγο: στην περίπτωση που το παιδί πεθάνει στα πρώτα χρόνια της ανατροφής του, να μη δώσει καμιά λύπη στον πατέρα του.

[137] Επικροτώ αυτή τη συνήθεια, και εξίσου επικροτώ και την παρακάτω: που δεν επιτρέπεται για μια και μόνη αιτία ούτε ο βασιλιάς ο ίδιος να σκοτώσει κάποιον, ούτε και κανείς άλλος από τους Πέρσες για μια και μόνη αιτία να κάνει σε οποιονδήποτε από τους ανθρώπους του σπιτιού του κακό αγιάτρευτο. Αλλά, αφού πρώτα σκεφτεί, αν βρει πως τα αδικήματα είναι περισσότερα από τις καλές υπηρεσίες, τότε μόνον αφήνει το θυμό του να ξεσπάσει. Λένε ότι ως τώρα κανείς ποτέ δε σκότωσε τον πατέρα του ή τη μητέρα του, αλλά όσα ανάλογα περιστατικά έχουν ως τώρα συμβεί, λένε οι Πέρσες, πως ύστερα από έλεγχο θα βρεθεί να είναι έργο παιδιών που ήσαν έκθετα ή κλεψίγαμα. Γιατί είναι, λεν, αφύσικο ο γονιός να σκοτώνεται από το χέρι του παιδιού που γέννησε.

[138] Ό,τι δεν επιτρέπεται να γίνεται, δεν επιτρέπεται και να λέγεται. Για μεγαλύτερη ντροπή έχουν το ψέμα, δεύτερο στη σειρά το να χρωστά κανείς δανεικά, και για άλλους πολλούς λόγους, προπαντός όμως γιατί βρίσκεται, λένε, στην ανάγκη ο οφειλέτης να πει και κάποιο ψέμα. Όποιος πολίτης συμβεί να είναι άρρωστος από λέπρα ή από λεύκη, αυτός δεν κατεβαίνει στην πόλη ούτε και έρχεται σε επαφή με τους άλλους Πέρσες. Λένε πως επειδή αμάρτησε κάποιος στον ήλιο, γι' αυτό έχει την αρρώστια αυτή. Αν ένας ξένος βρεθεί να είναι άρρωστος από την αρρώστια αυτή, πολλοί τον διώχνουν από τον τόπο τους, και μαζί αφανίζουν και τα άσπρα περιστέρια με την ίδια δικαιολογία. Δεν κατουρούν στα ποτάμια, ούτε πλένουν εκεί τα χέρια τους, ούτε και το επιτρέπουν σε κανέναν άλλο, αλλά τους ποταμούς τους σέβονται ιδιαίτερα.

[Πηγή: Ηροδότου Ιστορίαι: Κλειώ, μτφ. Δ.Ν. Μαρωνίτης, Γκοβόστης (Βιβλιοθήκη Αρχαίων Κλασικών), Αθήνα, 1964]

 

Ηρόδοτος 1.196-198: Έθιμα των Βαβυλωνίων

[196] Το πιο σοφό κατά τη γνώμη μας είναι αυτό, που, όπως μαθαίνω, το έχουν και οι ιλλυρικής καταγωγής Ενετοί· σε κάθε συνοικισμό, μια φορά το χρόνο, γινόταν το εξής: Όταν έφθαναν οι κοπέλες κάθε φορά σε ώρα γάμου, όλες αυτές τις συγκέντρωναν και τις έβαζαν όλες μαζί σ' ένα ορισμένο μέρος, ενώ γύρω τους στέκονταν μαζεμένοι οι άνδρες. Τότε ένας κήρυκας τις σήκωνε μία προς μία και τις πουλούσε — πρώτα την πιο όμορφη απ' όλες, κι ύστερα, όταν αυτή είχε πουληθεί και είχε πιάσει πολύ χρυσάφι, φώναζε για τη δεύτερη, που έμοιαζε να είναι η ομορφότερη ύστερα από την πρώτη. Τις πουλούσε όμως στους άνδρες με τον όρο να τις παντρευτούν. Όσοι λοιπόν υποψήφιοι γαμπροί από τους Βαβυλώνιους ήσαν πλούσιοι, συναγωνίζονταν ό ένας τον άλλο στην προσφορά και αγόραζαν τις πιο ωραίες· όσοι πάλι υποψήφιοι ήταν από τους ανθρώπους του λαού, ε αυτοί δε νοιάζονταν για ξεχωριστή ομορφιά, και έτσι έπαιρναν τις πιο άσχημες κοπέλες, μαζί όμως και λεφτά. Γιατί, όταν ο κήρυκας τέλειωνε με τη σειρά πουλώντας τις πιο όμορφες κοπέλες, τότε σήκωνε την πιο άσχημη ή αν καμιά τύχαινε ανάμεσά τους να είναι σακάτισσα, και γι' αυτήν τώρα φώναζε ποιος θα ήθελε να την κάνει γυναίκα του παίρνοντας για αμοιβή ένα ελάχιστο χρηματικό ποσό· κι όποιος δεχόταν τη μικρότερη τιμή, σε κείνον κατακυρωνόταν η κοπέλα. Όσο για τα χρήματα, αυτά μαζεύονταν από τις όμορφες κοπέλες· και με τον τρόπο αυτόν οι όμορφες κοπέλες προίκιζαν τις άσχημες και τις σακάτισσες. Δεν είχε το δικαίωμα ο κάθε πατέρας να παντρέψει την κόρη του με όποιον αυτός ήθελε· κι εκείνος πάλι που αγόραζε μια κοπέλα, δεν μπορούσε να την πάρει σπίτι του δίχως εγγυητή, αλλά όφειλε να βρει πρώτα εγγυητές πως πράγματι θα την παντρευόταν, και έτσι μονάχα είχε το δικαίωμα να την πάρει σπίτι του. Αν παρόλα αυτά δεν του ταίριαζε για γυναίκα, τότε υπήρχε νόμος που τον υποχρέωνε να επιστρέψει τα λεφτά. Επιτρεπόταν να έρθει και από άλλη συνοικία όποιος ήθελε και να αγοράσει κοπέλα. Αυτό ήταν το πιο ωραίο τους έθιμο· τώρα όμως δεν ισχύει πια, αλλά πρόσφατα έχουν καθιερώσει οι Βαβυλώνιοι να γίνεται κάτι άλλο [για να μην ταλαιπωρούνται οι κοπέλες και τις κουβαλούν σε ξένους τόπους]: Γιατί αφότου έχασαν την ελευθερία τους και έπεσαν σε δυστυχία μεγάλη και ρήμαξε το σπιτικό τους, όλοι οι άνθρωποι του λαού από φτώχεια εξωθούν τα κορίτσια τους στην πορνεία.

[197] Να και άλλη μια συνήθεια που έχουν, σοφή και αυτή, όχι όμως όσο η πρώτη: Τους αρρώστους τους βγάζουν στην πλατεία (γιατί γιατρούς δεν έχουν)· πλησιάζουν λοιπόν τον άρρωστο και τον συμβουλεύουν οι άλλοι για την αρρώστια του, όποιος συνέβη να έπαθε ο ίδιος την αρρώστια αυτή ή παρακολούθησε κάποιον άλλο που είχε κάτι παρόμοιο. Πλησιάζοντας λοιπόν του δίνει συμβουλές και του συστήνει να κάνει όσα έκανε ο ίδιος και γλίτωσε από όμοια αρρώστια, ή τα είδε σε άλλον που γιατρεύτηκε. Δεν επιτρέπεται να προσπεράσει κανένας τον άρρωστο σιωπηλός, πριν τον ρωτήσει τί αρρώστια έχει.

[198] Βάζουν οι Βαβυλώνιοι τους νεκρούς των σε μέλι, και οι θρήνοι τους είναι παρόμοιοι με των Αιγυπτίων. Κάθε φορά που ένας Βαβυλώνιος σμίξει με τη γυναίκα του, ρίχνει θυμίαμα στη φωτιά και καθισμένος πλάι θυμιατίζεται· το ίδιο πράγμα απέναντί του κάνει και η γυναίκα του. Σαν ξημερώσει λούζονται και οι δυο τους· γιατί πριν να λουστούν, δεν πρόκειται να αγγίξουν κανένα σκεύος. Αυτό το ίδιο το έθιμο το έχουν και οι Άραβες.

[Πηγή: Ηροδότου Ιστορίαι: Κλειώ, μτφ. Δ.Ν. Μαρωνίτης, Γκοβόστης (Βιβλιοθήκη Αρχαίων Κλασικών), Αθήνα, 1964]

 

Ηρόδοτος 1.215-216: Έθιμα των Μασσαγετών

[215] Οι Μασσαγέτες ντύνονται όπως και οι Σκύθες· όμοιος είναι και ο τρόπος της ζωής των. Μάχονται και πάνω από άλογα και δίχως άλογα (γιατί είναι επιτήδειοι και στα δύο), χρησιμοποιούν και τόξο και ακόντιο, και έχουν συνήθειο να κρατούν σαγάρεις. Μεταχειρίζονται γενικά χρυσό και χαλκό. Γιατί προκειμένου για τις λόγχες, τις μύτες από τα βέλη και τις σαγάρεις, χρησιμοποιούν πάντα χαλκό, ενώ ό,τι φορούνε στο κεφάλι, τους ζωστήρες τους και τους μασχαλιστήρες τα κοσμούν με χρυσό. Το ίδιο και με τα άλογά τους: το στήθος τους το σκεπάζουν με θώρακες χάλκινους, τα χαλινάρια όμως τα στόμια και τα φαλάρια τα δουλεύουν με χρυσάφι. Αντίθετα δε χρησιμοποιούν καθόλου σίδερο και ασήμι· γιατί ούτε έχουνε από αυτά στη χώρα τους, ενώ χρυσάφι και χαλκός υπάρχουν σε αφθονία.

[216] Τα έθιμά τους είναι τα ακόλουθα: Καθένας παντρεύεται από μια γυναίκα, παρόλα όμως αυτά υπάρχει κοινογαμία σ' αυτούς. Οι Έλληνες λένε ότι αυτό το κάνουν οι Σκύθες· κι όμως δεν είναι οι Σκύθες που το συνηθίζουν, αλλά οι Μασσαγέτες. Όταν ένας Μασσαγέτης επιθυμήσει μια γυναίκα, κρεμά τη φαρέτρα του μπροστά στην άμαξά της, κι έτσι άφοβα σμίγει μαζί της. Δεν έχουν βάλει οι Μασσαγέτες κανένα άλλο όριο στη ζωή του ανθρώπου· όταν όμως κανείς παραγεράσει, οι συγγενείς του μαζεύονται όλοι και τον θυσιάζουν μαζί και μ' άλλα σφάγια, κι ύστερα ψήνουνε τα κρέατα και τρώγοντας γλεντούν. Αυτό πιστεύουν οι Μασσαγέτες πως είναι το πιο ευτυχισμένο τέλος· όποιος όμως πεθαίνει από αρρώστια, αυτόν δεν τον τρώνε, αλλά τον παραχώνουνε στη γη, θεωρώντας συμφορά του, που δεν έφτασε ο νεκρός στην ηλικία για να θυσιαστεί. Δε σπέρνουν τίποτε, παρά ζούνε από τα κτήνη και από ψάρια· τα έχουν αυτά άφθονα στη διάθεσή τους από τον ποταμό Αράξη. Πίνουνε γάλα. Από θεούς λατρεύουν μόνον τον ήλιο, που του θυσιάζουν άλογα. Και να ποιο είναι το νόημα της θυσίας αυτής: στον πιο γρήγορο θεό προσφέρουν το πιο γρήγορο ζώο από όλα όσα υπάρχουν στη γη.

[Πηγή: Ηροδότου Ιστορίαι: Κλειώ, μτφ. Δ.Ν. Μαρωνίτης, Γκοβόστης (Βιβλιοθήκη Αρχαίων Κλασικών), Αθήνα, 1964]

info