Η προσευχή στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία

Ευριπίδης, Ελένη 1093-1106: Η προσευχή της Ελένης

Σεβάσμια Ήρα, ταίρι εσύ του Δία,
απ' τα δεινά, τους δόλιους, λύτρωσέ μας.
Στων αστεριών το φέγγος και στα ουράνια
που κατοικείς, υψώνουμε τα χέρια
και σε παρακαλούμε. Κι εσύ κόρη
της Διώνης, Αφροδίτη, που έχεις πάρει
με το δικό μου γάμο το βραβείο
της ομορφιάς, μη μ' αφανίσεις. Φτάνουν
τα βάσανα που τράβηξα, όταν τότε
πρόσφερες τ' όνομά μου, όχι το σώμα,
στους βάρβαρους. Αν θες να με σκοτώσεις,
άσε με στην πατρίδα να πεθάνω.
Για συμφορές αχόρταγή 'σαι πάντα
κι ο έρωτας, το ψέμα, οι δολοπλόκες
πράξεις σ' αρέσουν τόσο και τα φίλτρα,
που μες στα σπίτια φέρνουνε το αίμα.
Αν κράταγες το μέτρο, θα γινόσουν
η πιο γλυκιά θεά, ναι, το πιστεύω.

[Πηγή: Δραματική Ποίηση, Ευριπίδη Ελένη, Γ΄Γυμνασίου, μτφ. Τ. Ρούσσος, Αθήνα, ΟΕΔΒ, 2010]

 

Ευριπίδης, Ελένη 1441-1450: Η προσευχή του Μενέλαου

ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Ω! Δία, πατέρα και σοφό σε λέω
θεό, πονετικό βλέμμα να ρίξεις
σ' εμάς, απ' τα δεινά λευτέρωσέ μας.
Πάμε για τον γκρεμό, γοργά βοήθα·
με τ' ακροδάχτυλό σου αν μας αγγίξεις,
θα 'χουμε φτάσει εκεί που λαχταρούμε.
Πλήθος οι περασμένες συμφορές μας.
Θεοί, πολλές φορές χαρές και λύπες
εγεύτηκα από σας· μα τώρα πρέπει
κι εγώ να ορθοποδήσω κι όχι πάντα
να με κυκλώνει το κακό· τη χάρη
κάντε μου αυτή και θα 'μαι ευτυχισμένος.

[Πηγή: Δραματική Ποίηση, Ευριπίδη Ελένη, Γ΄Γυμνασίου, μτφ. Τ. Ρούσσος, Αθήνα, ΟΕΔΒ, 2010]

 

Όμηρος, Ιλιάδα Α 447-457: Η προσευχή του Χρύση

Είπε και του την έδωσε την ακριβή του κόρην·
εδέχθη αυτός και χάρηκε· κι ευθύς την εκατόμβην
εις τον καλόκτιστον βωμόν ολόγυρ' αραδιάσαν
και αφού εχερονίφθηκαν κι επήραν το κριθάρι,
ψηλά τα χέρια σήκωσεν ο Χρύσης κι εδεήθη:
«Άκουσέ με, αργυρότοξε, της Χρύσης και της θείας
Κίλλας υπέρμαχε θεέ, ω κύριε της Τενέδου,
ως έδωκας ακρόασιν εις τες ευχές μου πρώτα,
κι επλήγωσες τους Αχαιούς κι ετίμησες εμένα,
αυτή μου πάλι ευδόκησε να γίν' η επιθυμία,
απ' το κακό θανατικό τους Δαναούς ω σώσε!».

[πηγή: Ομηρικά Έπη: Ιλιάδα, Β΄ Γυμνασίου, μτφ. Ιάκ. Πολυλάς, Αθήνα, ΟΕΔΒ, 2010]

 

Σαπφώ, ποικιλόθρον' αθανάτ' (1D, 191P)

Αθάνατη Αφροδίτη, που κάθεσαι σε πλουμιστό θρόνο,
κόρη του Δία πολυμήχανη, σε παρακαλώ:
δέσποινα, μη βασανίζεις με έγνοιες και στεναχώριες
την καρδιά μου.
Αλλά έλα κοντά μου, αν κάποτε άλλοτε
άκουσες τη φωνή μου από μακριά
και εισάκουσες την προσευχή μου. Τότε άφησες το χρυσό
παλάτι του πατέρα σου και ήρθες
ζεύοντας την άμαξά σου. Όμορφα σπουργίτια σε φέρανε
γρήγορα κάτω στη μαύρη γη.
Χτυπώντας γοργά τα φτερά τους και διασχίζοντας τον
αιθέρα ήρθαν από τον ουρανό.
Γρήγορα φτάσανε· κι εσύ, μακαρισμένη,
με γελαστό το αθάνατό σου πρόσωπο,
με ρωτούσες τι έπαθα πάλι, γιατί σε κάλεσα πάλι,
τι επιθυμεί πιο πολύ
η τρελή καρδιά μου. «Ποιο αγαπημένο πρόσωπο
πρέπει η πειθώ
να φέρει τώρα στην αγάπη σου; Πες μου, Σαπφώ,
ποιος σε αδικεί;
Σε αποφεύγει; Σύντομα θα σε κυνηγήσει η ίδια.
Δε δέχεται δώρα; Θα σου προσφέρει η ίδια.
Δε σ' αγαπά; Σύντομα θα σ' αγαπήσει, ακόμη και παρά
τη θέλησή της.»
Έλα και τώρα και λύτρωσέ με από το βαρύ
μαράζι. Εκπλήρωσε αυτό που η καρδιά μου ποθεί να γίνει
και γίνε σύμμαχός μου.

μτφ. Δ. Ιακώβ

[πηγή: Ανθολόγιο Αρχαϊκής Λυρικής Ποίησης, Β΄ Γενικού Λυκείου, Αθήνα, ΟΕΔΒ]

 

info