Έχω την όψη ανθρώπου και την καρδιά ενός σκύλου.
Φαίνεται θα ’μαι εγκαταλελειμμένο σκυλί, πεινασμένο
που η γειτονιά το ξέρει και τ’ αποδιώχνει με βία.
Γι’ αυτό τους ανθρώπους κοιτάζω στα χέρια.
Μέρα και νύχτα ο καιρός μέσα μου αλλάζει,
η ψυχή μου ντύνεται, γδύνεται, βρέχεται, υποφέρει.
Αν προσέξεις, το βλέμμα μου είναι σκυλίσιο.
Κατεβαίνει ένα υγρό παράπονο από τα μάτια μου
γιατί έλειψεν ο Κύριός μου. Έξω από την εκκλησιά
περιμένω να βγει. O Κύριός μου ας ήταν.
Κόσμος πολύς, ευλογημένος, με τα καλά του ντυμένος
μ’ απομακρύνει. Μα ο Κύριός μου δε βγαίνει. Έτσι
κυλάει η ζωή μου περιμένοντας από γωνιά σε γωνιά
από όνειρο σ’ όνειρο. Δεν έχω δύναμη άλλη απ’ την δύναμη να περιμένω.
Όμως μια μέρα της συνοικίας τα παιδιά, στην ουρά μου
τον τενεκέ δέσαν των σκουπιδιών. Έτρεχα αγκομαχώντας.
Τέλος αποσύρθηκα κάτω από τον τσίγκο της γειτονιάς
που η βροχή τον κεντούσε. Άκουγα πάνω τα βήματά της.
Σα να κοιμόμουν, σαν να ονειρευόμουν εγώ το εγκαταλελειμένο σκυλί
μου ήρθε να κλάψω. Όχι βέβαια για μένα που από κει
θα μ’ έδιωχναν πάλι. Αλλά γιατί δε θ’ άκουγα τα βήματα της βροχής
που μ’ έκαναν να ελπίζω πως έρχεται ο Κύριός μου.
Η ελληνική ποίηση ανθολογημένη, τόμ. 5,
επιμέλεια Μ. Αυγέρης, Μ.Μ. Παπαϊωάννου, Θ. Σταύρου, Kυψέλη |