Μπαρτολόμε Εστεμπάν Μουρίλο,
Χωριατόπαιδο στο μπαλκόνι |
Ξανθό παιδί, γλυκά χλωμό,
μάτσο τα γιασεμιά πουλούσες,
τις βιόλες τις μοσκοβολούσες,
έξω απ’ τον πέτρινο σταθμό.
Στα μάτια μου έφεξε η ψυχή,
το μέτωπό σου να χαϊδέψει,
που μου λαλούσε — σα μια σκέψη
ξάστερη και παρθενική.
Στο μέτωπό σου χαμηλά,
κι ίσια σου επέφταν στους κροτάφους
—που θα επαιδεύαν τους ζωγράφους—
άπηχτα, αριά, ρηχά μαλλιά.
Κεφαλάκι άγουρο παιδιού,
γύρος σερμένος στην εντέλεια,
μάτια, σα στόματα: δυο γέλια
και δυο καλέσματα χαδιού…
Κι όσο έστεκα να σε θωρώ,
πήρε η ψυχή να συνεδέσει
τα όσα είχε αφήσει κι είχαν πέσει,
σωρό, σπασμένα από καιρό.
Η ελληνική ποίηση, επιμέλεια Κώστας Στεργιόπουλος, τόμ. 3, Σοκόλης |