Έτσι οι άνθρωποι του ελιώνα αποφάσισαν να προσπέσουν στο Θεό. Oι δεσποτάδες του νησιού έστειλαν χαρτί σ’ όλες τις επαρχίες, να γίνουν λιτανείες σ’ όλα τα χωριά, παράκλησες για τη βροχή, που την κρατούσε ο Θεός μακριά από τα χώματα των αμαρτωλών.
Βγήκε ντελάλης στο χωριό, βγήκε και στη Σκάλα και το φώναξε, πως την Κυριακή ν’ ανέβουν όλοι στη Μουριά, να βγουν στα χωράφια να παρακαλέσουν.
Ξημέρωσε η Κυριακή και χτύπησαν οι δυο οι καμπάνες της Αγια-Φωτεινής πάνω στο βουνό, χτύπησε και το σιδερένιο σήμαντρο της Αγια-Σωτήρας του νεκροταφείου. Σα να παρακαλούσαν μαζί με τους ζωντανούς κι όλες οι χιλιάδες οι παλιοί ζευγάδες και ξοχαραίοι που ξεκουράζονταν εκεί από τη δούλεψη του ελιώνα. Ύστερα χτύπησε και το καμπανάκι από τα Ράχτα, της Παναγιάς της Γοργόνας το καμπανάκι, να σηκωθούν κι οι αλειτούργητοι οι ψαράδες ν’ ανέβουν στη λιτανεία.
Σηκώθηκαν λοιπόν και τούτοι, βάλαν τις καλές τους τις βράκες, βάλαν τις μαύρες μαλλένιες κάλτσες και τα γιορτερά παπούτσια, κι ανέβηκαν.
Από την εκκλησιά της Αγια-Φωτεινής, τ’ απολείτουργα, ξεκίνησε η συνοδειά. Μπροστά οι παπάδες, ο ένας με το χρυσό Βαγγέλιο, ο άλλο με τ’ ασημένιο. Στις τέσσερις γωνιές οι τέσσερις Ευαγγελιστάδες στο σμάλτο, δεμένο ένα γύρω με ρουμπίνια σα ροδοπαπούδες. Τα παλικάρια βαστούσαν τα κονίσματα, το μεγάλο το κόνισμα της Σαμαρίτιδας με το νερό στο σταμνί της. Και το άλλο με τη βρύση την εφτάκρουνη, που έχει τις γούρνες άσπρες, μαρμαροπελεκητές, και τα νερά τρέχουν από τη μία γούρνα στην άλλη. Στην πάνω πάνω γούρνα είναι η Παναγία με τα χέρια σηκωμένα για παρακάλεση.
Βγήκαν και τα λάβαρα με μαύρο κρέπι στον ασημένιο σταυρό, να δει ο Θεός τη θλίψη του κόσμου, και άστραφταν οι χρυσές φούντες στον ήλιο. Ήταν μαζί και τ’ αγόρια με τα φανάρια και τα ξεφτέρια, ντυμένα με τ’ άσπρα άμφια, ζωσμένα σταυρωτά με το κόκκινο ωμοφόρι.
Ξεκίνησε η πομπή για τα χωράφια, έβγαινε κι έβγαινε ο κόσμος από το πρόκλιτο και σωσμό δεν είχε. Άντρες, γυναίκες, παιδιά και γέροι, όλοι τ’ ακλούθησαν, να πάνε στον ελιώνα να παρακαλέσουν τον Κύριο, που κρέμασε τη γη πάνω στα νερά, να στείλει στα δέντρα τα πνέματα της βροχής.
Όσο βγαίναν από το χωριό, τα παπούτσια ακουγόντανε, χιλιάδες, στο καλντερίμι. Ύστερα άρχισε ο χωραφόδρομος, μονοπάτι, και δε χωρούσαν παρά ο ένας πίσ’ από τον άλλο. Η συνοδειά έγινε μακριά σαν ένα ατέλειωτο μαύρο φίδι, που κλωθογύριζε ανάμεσα στα δέντρα τις κουλούρες του. Σιγά σιγά χανόταν πίσω από μια πύκνα από καρυδιές, κι έλεγες πάει, καταχωνιάστηκε μέσα στη λαγκαδιά του Oρυάκα, και ξαφνικά πάλι, να κι έβγαινε το κεφάλι του στο ξάγναντο. Αυτό το κεφάλι άστραφτε από λέπια χρυσά και αργυρά, λαμποκοπούσαν στον ήλιο τα ξεφτέρια και τα φανάρια με τα κρύσταλλα. Όλο γλυκά χρώματα, ροδί και θαλασσί, πορτοκαλί και βυσσινί. Κατόπι ξετυλιγόταν, αργά αργά, η μαύρη ουρά, και σ’ όλο το δρόμο ο μπουχός σηκωνότανε σύννεφο ξανθό πάνω από την ανθρωπομάζωξη.
Πήγαν και σταμάτησαν στα Oμαλά, που είναι η μοναδική ισάδα μέσα στον ανηφορικόν ελιώνα. Εκεί σταμάτησε το κεφάλι της λιτανείας και το φίδι άρχισε να κουλουριάζεται, να συμμαζεύει τη μαυρίλα του, ώσπου σταμάτησε να τυλίγεται ως κι η άκρα της ουράς.
Τότες έκανε ο παπάς τον αγιασμό και ράντισε με βρεγμένο βασιλικό τον ελιώνα στα τέσσερα σημεία, σταυρωτά. Πήραν κι οι νοικοκυραίοι, κι οι γυναίκες, μέσα σε μπουκαλάκια, να ραντίσει καθένας το χτήμα του. Κατόπι οι παπάδες είπαν την παράκληση για τη βροχή, και σε κάθε φράση χίλιες φωνές έλεγαν «αμήν!».
Ανέβαινε πυκνό το μοσκολίβανο μαζί με την προσευκή, και τ’ ασημοκούδουνα από τα θεμιατά των παπάδων ακούγονταν παράξενα ανάμεσα στα δέντρα, μαζί με τα κυπροκούδουνα των ζωντανών που γύρευαν άδικα ένα χλωρό φύλλο. Στέκουνταν με κολλημένα πλευρά και μουκάνιζαν διψασμένα, βέλαζαν λυπητερά και ξεψυχούσαν από την πείνα και τη δίψα, γιατί η γης δεν έβγαζε νερό να δροσιστούν και χορτάρι να φάνε. Τα ’βλεπαν οι άντρες κι ανεστέναζαν. Τα ’βλεπαν οι γυναίκες κι έκλαιγαν.
— Του Κυρίου δεηθώμεν!
Η ευκή σηκωνόταν μονότονη, παρακαλεστική, κλαψιάρικη, σηκωνόταν με τη σκόνη και με τους καπνούς προς τον ουρανό:
— … Και σπλαγχνίσθητι ημίν, Κύριε, τοις χειμαζομένοις σφοδρώς, και τη των αναγκαίων ενδεία πιεζομένοις!
— Κύριε ’λέησον!, φώναζαν με πόνο οι χριστιανοί.
Κι ο παπάς ξέσερνε πάλι ψαλμουδιστά τη φωνή:
— Όμβρους ειρηνικούς εξαπόστειλον τη γη προς καρποφορίαν!
— Κύριε ’λέησον!
— Μέθυσον, Κύριε, τους αύλακας ταύτης ύδατος καθαρού, εις τροφήν ημών τε και των αλόγων ζώων!
Όλος ο κόσμος γονάτισε στα χώματα, έκανε το σταυρό του, κοίταζε παρακαλεστικά το Θεό μέσα στα γαλάζια μάτια τ’ ουρανού. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, είπαν με δύναμη «αμήην!». Να βουίξουν οι στεγνές λαγκαδιές, να πάει η φωνή τους ως τα πόδια του Κυρίου, να τους ακούσει.
Oι γυναίκες, εκνευρισμένες, με τα πρόσωπα κόκκινα από το περπάτημα και τη ζεστή σκόνη, σιγόκλαιγαν με θρησκευτικό υστερισμό. Oι γριές χτυπούσαν τον κόρφο και έκαιγαν μέσα στα κεραμιδάκια πηχτό «ελιόδακρυ» που μοσκοβολούσε γλυκά.
— Ελέησέ μας, Κύριε!
Έτσι τέλειωσε η λιτανεία κάτω από έναν ουρανό πυρωμένο και παστρικό.
Σ. Μυριβήλης, Η Παναγιά η Γοργόνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας |