Κατίνας Γ. Παπά, «Η εκδρομή του Δημητρού»(Στη Λιλή Πριονιστή) Σήμερα τα πράμματα ήτανε δύσκολα για το Δημητρό. Η μητέρα του ερχότανε αργά, η γειτόνισσα έλειπε, σαπούνι δεν είχε, η ώρα έφευγε, κι ως τόσο αυτός, αύριο το πρωί στις εφτά έπρεπε να 'ναι έτοιμος, με ποδιά καθαρή και το δεματάκι με το φαΐ του στο χέρι. Για το φαΐ δεν τον έμελλε και τόσο· «πού σε ξέρει ο άλλος τί τρως και τί δεν τρως»! εκείνο που τον επείραζε ήτανε η ποδιά. — «Η συγκέντρωσις θα γίνει εις την αυλήν του σχολείου. Θα έλθετε όλοι καθαροί και τακτικοί και με το καλαθάκι σας ο καθείς με το φαγητόν του». Και τα μάτια του δασκάλου, όταν έλεγε «θα έλθετε καθαροί» έπεσαν ακριβώς στην ποδιά του Δημητρού. Αν η μητέρα του σχόλαινε ενωρίτερα, τί ανάγκη θα είχε; Θα του καθάριζε ωραία την ποδιά του, κι αυτός πρώτος και καλύτερος θα 'φτανε αύριο στο σχολειό. Αλλά έλα που σχολούσε αργά απ' το εργοστάσιο, κι όσο να 'ρθει τόσο δρόμο στο σπίτι ενύχτωνε. Πότε θα πρόφτανε να την πλύνει; Κι αν δεν εστέγνωνε; Ο Δημητρός άνοιξε διάπλατα τα μάτια του από αγωνία. Ήτανε ένας μήνας, που την περίμενε αυτή την εκδρομή, κι αν δεν επήγαινε θα 'σκαζε. Δεν επήγε ποτέ του εκδρομή, και του φαινόταν πολύ μεγάλο πράμα. Και μη δεν ήτανε κι' όλας; Δέντρα, πράσινη γης, νερά τρεχούμενα, αγέρας, βουνό, ελευθερία. Τούμπες και πηδήματα και φωνές, κι ο δάσκαλος εκεί μπροστά, να σε βλέπει και να μη λέει τίποτες· να μη σου τραβάει τ' αυτί και να μη σου μετράει δεκαοχτώ τσουχτερές χαρακιές στη σειρά απάνω στην παλάμη σου. Και το πιο παράξενο, να χαμογελάει! Μα αυτό ίσα-ίσα ήτανε, που δεν το χωρούσε το κεφάλι του Δημητρού, κι ας το λέγανε όλα τα παιδιά, που πήγανε και πέρσυ εκδρομή με το δάσκαλο. Ο Πανούτσος μάλιστα πήρε και όρκο. «Ο δάσκαλος χαμογελάει! αλήθεια σου λέω, μα το σταυρό!» κι ο Πανούτσος φίλησε το σταυρό, που έκανε με τα δάκτυλά του· «0 δάσκαλος χαμογελάει! τον είδαμε με τα μάτια μας». Και ο Δημητρός συλλογίστηκε το δάσκαλό του, που έμπαινε κάθε μέρα στην τάξη κατσουφιασμένος κι άγριος, σα να τον έδερνε κάθε πρωί ο πατέρας του. Δε θυμάται να γέλασε ποτέ. — «Διατί εφόνευσεν ο Ηρακλής τας Στυμφαλίδας όρνιθας;» — «Για να γεμίσει προσκέφαλα με τα πούπουλα», φώναξε ο Πανούτσος. Τα παιδιά γελάσανε, μα ο δάσκαλος σούφρωσε τα φρύδια του. Κατέβηκε άγριος από την έδρα κι έδωκε τέτοιο ξύλο στον Πανούτσο, που όλοι βουβάθηκαν. Μόνο με το Ζακυθινό δε θυμώνει· θα πεις, αυτός είναι καλός μαθητής και τα λέει όλα με τη σειρά: — «Και ο Θεός καταράστηκε τους πρωτοπλάστους και είπε στον Αδάμ να κερδίζει τον άρτον του με τον ιδρώτα του προσώπου του». Τα φρύδια του δασκάλου ξεσούφρωσαν και το πρόσωπό του έγινε μαλακώτερο. ...«κι εσύ φείδι, να είσαι καταραμένο και να σέρνεσαι εις τους αιώνες με την κοιλίαν σου». «Και πώς περπατούσε πρωτήτερα;» ρώτησε ο καημένος ο Δημητρός, μα έφαγε κι αυτός της χρονιάς του. Και νά σου ορκίζεται ο Πανούτσος, πως αυτός ο δάσκαλος αύριο θα χαμογελάει! Να το βλέπεις και να μη το πιστεύεις! Ωστόσο η ώρα περνούσε κι ο Δημητρός δενεύρισκε ησυχία, βγήκε στην αυλή και τράβηξε ίσια κατά τη γειτόνισσα. Μια μικρή κάθονταν στο κατώφλι, και έτρωγε με όρεξη το ψωμί της. — Φιλίτσα! αι, Φιλίτσα, φώναξε από μακρυά· «ήρθε η μητέρα σου;» Η μητέρα της Φιλίτσας ήτανε φίλη με τη μητέρα του Δημητρού και πολλές φορές τον φρόντιζε, όταν έλειπε η δική του. Μα για κακή του τύχη έλειπε σήμερα κι αυτή. — Τί τη θέλεις; ρώτησε η μικρή. — Το και το, διηγήθηκε ο Δημητρός. — Μπα! και δε σου την πλένω εγώ την ποδιά σου! — Ξέρεις εσύ να πλύνεις ποδιά; Αυτό δα έλειπε τώρα να 'ξερε κι η Φιλίτσα να πλένει! Μα πάλε, πού ξέρεις! Αυτές οι κοπέλες είναι επιδέξιες· ξέρουνε τόσα πράμματα, που δεν τα ξέρουμε μεις τα παιδιά! — Φέρ' την ποδιά σου και θα δεις! Ο Δημητρός τ' αποφάσισε· μια και δυο έβγαλε την ποδιά του και την παράδωκε στη Φιλίτσα. Εκείνη την πήρε σοβαρή και τράβηξε ίσια κατά τη βρύση. Αλλά η βρύση ήτανε κλειστή και δεν άνοιγε εύκολα. Μα κι ο Δημητρός ήτανε άντρας· έδωσε, πήρε, την άνοιξε. — Εσύ να κρατάς την ποδιά κάτω από τη βρύση κι εγώ να την πλένω. Το νερό έτρεχε με ορμή και τους πιτσίλιζε πατόκορφα, μα ποιος πρόσεχε σε τέτοια· κι οι δυο ήτανε βυθισμένοι στη δουλειά τους. Ύστερα τη στίψανε μέσα στις χούφτες τους και την κρεμάσανε σουφρωμένη στο σκοινί. Η Φιλίτσα από τον ενθουσιασμό της μοίρασε το ψωμί της με το Δημητρό και κάθισαν κι οι δυο στο κατώφλι. Η Φιλίτσα δεν πήγαινε ακόμα στο σχολείο κι ο Δημητρός της έκανε το σοφό. Για να τη διασκεδάσει της έκαμε απόψε και το δάσκαλο. Σηκώθηκε ορθός, κορδώθηκε φουσκωτός, όσο μπορούσε, κι αφού έσφιξε τη μύτη του δυνατά με τα δυο του δάχτυλα για να πετύχει καλύτερα τη φωνή του δασκάλου, άρχισε να ξεφωνίζει: — Σιωπή, παρακαλώ! Σήμερον θα σας είπω διά τον τρίτον άθλον του Ηρακλέους, διά τον Ερυμάνθιον κάπρον. Η Φιλίτσα το 'βρε πολύ διασκεδαστικό, όπως το 'λεγε με τη μύτη ο Δημητρός εκείνο το «ερυμάνθιον»· έσφιξε κι αυτή τη μυτίτσα της και ξεφώνιζε: «ερυμάνθιον» ! «ερυμάνθιον» ! Μα σε λίγο κουράστηκε, άναψαν τα μαγουλάκια της της πόνεσε κι η μύτη της και ξανακάθησε στο κατώφλι. Η μέρα έφευγε και ο ουρανός σκοτείνιαζε. Ένα ένα άρχισαν να φαίνoνται τ' άστρια. — Και τί χρειάζονται, Δημητρό, τ' άστρια; Σου το 'πε ο δάσκαλος; — Ο δάσκαλος; και τί ξέρει ο δάσκαλος απ' αυτά; Ο Δημητρός άρπαξε πάλι τη μύτη του: «Οι αστέρες ανατέλλουσιν εξ ανατολών και δύουσιν εξ δυσμών», όχι, «και δύουσιν από δυσμών». Όχι, όχι, ούτε έτσι, στάσου να δεις, πώς το λέει: «οι αστέρες ανατέλλουσιν από ανατολάς και δύουσιν από δυσμάς», μάλιστα, έτσι το λέει. — Και τί πα να πει «ανατέλλουσιν από ανατολάς και δύουσιν από δυσμάς;» Εσύ το καταλαβαίνεις; — Εγώ λέω, που το σωστό είναι, πως μόλις νυχτώνει, ο Θεός ανάβει στον ουρανό ένα-ένα τα λυχναράκια του, για να βλέπουν τα πουλάκια όλου του κόσμου να γυρίζουν στις φωλίτσες τους. Αυτά τα λυχναράκια του Θεού είναι τα άστρια. Και τα παιδιά, με τα μάτια καρφωμένα στο βαθύ ουρανό, μετρούσαν τα «λυχναράκια» ώσπου απoκoιμήθηκαν. Την άλλη μέρα το πρωί βούιζε η γειτονιά από τα τσιρίσματα, τις φωνές και τα γέλοια των παιδιών, που ανυπόμονα περίμεναν στην αυλή, πολύ πριν της ώρας. «Και πού τα βάζουν κάθε μέρα τα χέρια τους και τα πόδια τους αυτά τα παιδιά, που σήμερα δεν ξέρουν, πού να τα οικονομήσουν;» Συλλογίζονταν μια νέα γυναίκα, που παρακολουθούσε από το παράθυρό της την ανησυχία των μικρών. Καθένας που έμπαινε δέχονταν τις φωνές και τα πειράγματα των αλλονών. — Ω! καλώς το Γιωργάκη! Τη νυχτικιά της νόνας σου σού ντύσανε σήμερα; Ο Γιωργάκης, που φορούσε μια πλατειά και μακριά άσπρη μπλούζα μ’ ένα λουρί στη μέση, κοκκίνισε όλος και σήκωσε τη μπλούζα του, για να τους δείξει, πως φορούσε και πανταλόνι. Τα περσότερα παιδιά ήτανε με τις ποδιές τους φρεσκοπλυμένες και φρεσκοσιδερωμένες, μα μερικά είχαν έρθει με τις φορεσιές τους, κι αυτά τραβούσανε όλα τα πειράγματα. — Δε σου πάει και άσκημα το βρακί του πατέρα σου! Έλεγε ένα στεγνό ψηλό παιδί σ' ένα στρουμπουλό παιδάκι, που φορούσε ένα μακρύ και πλατύ πανταλόνι, που το έπνιγε. Εκείνο δεν εκατάλαβε και τον κύτταξε μ' απορία. Γιατί του έλεγε, πως ήτανε του πατέρα του, αφού ήτανε του αδερφού του του μεγαλύτερου; Σε λίγο παρουσιάστηκε κι ο Πανούτσος, μα δεν ήτανε σαν πάντα γελαστός κι άταχτος. Μπήκε σοβαρός κι αμίλητος μ' ένα βαρύ καλαθάκι στο χέρι κι έδειχνε πως δεν έπαιρνε σήμερα από αστεία. Τράβηξε ίσια σε μια απόμερη γωνιά της αυλής και δε λάβαινε μέρος στις φωνές και στα πειράγματα των παιδιών. Σήκωνε με τρόπο το καπάκι του καλαθιού του, βουτούσε το χέρι του μέσα και ύστερα έγλειφε ένα ένα τα δάχτυλά του με τη σειρά. Η μητέρα του του είχε βάλει στο καλαθάκι κι ένα καλό κομμάτι μπακλαβά κι ο νους του Πανούτσου ήτανε κολλημένος εκεί. Σε λίγο άνοιξε διάπλατη η βαρειά ξύλινη πόρτα και φάνηκε το μεγάλο αυτοκίνητο, που θα τους έπαιρνε. Την ίδια ώρα παρουσιάστηκε κι ο δάσκαλος και παράγγειλε ν' ανεβούν. Τα παιδιά ξεχύθηκαν όλα μαζί και με φωνές και γέλια πνιχτά στριμώχτηκαν, όπως μπορούσαν μέσα στ’ αυτοκίνητο· ο δάσκαλος πήδησε τελευταίος κοντά στον οδηγό και τ' αυτοκίνητο ξεκίνησε. Στην αρχή σιγά, κι ύστερα με ταχύτητα· ένα πυκνό σύννεφο σκόνης σηκώθηκε από το δρόμο και σκέπασε τ' αυτοκίνητο που έφευγε ολοταχώς απάνω στο μακρύ ίσιο δρόμο όσο που χάθηκε. Την ίδια ώρα έφτανε λαχανιασμένος κι ο Δημητρός, από την άλλη μεριά του δρόμου. Φορούσε την ποδιά του καθαρή, μα στριφτή και καταζαρωμένη, όπως την είχε απλώσει αποβραδίς η Φιλίτσα. Είχε πάρει και το ψωμί του στην τσέπη του· μα στο δρόμο συλλογίστηκε, που ο δάσκαλος τους είχε πει: «και ο καθένας με το καλαθάκι του με το φαγητόν του». Μη τον έβλεπε τώρα δίχως καλαθάκι και τον έστελνε πάλι στο σπίτι του; Ο Δημητρός δεν έχασε καιρό· έβγαλε το μαντήλι του, τ' άπλωσε απάνω στο δρόμο, έβαλε μέσα το ψωμί του, το 'δεσε στις τέσσερεις άκρες και κρατώντας από τους κόμπους το δέμα του —τί δέμα, τί καλαθάκι το ίδιο έκανε— έτρεχε χαρούμενος κατά το σχολειό. Τώρα δεν του 'λειπε τίποτα. Τί ωραία, που θα περνούσε! Κανένας δε θα 'βλεπε το δέμα του. Έτσι που τα είχε καταφέρει στο δέσιμο, φαίνoνταν φουσκωτό σα να είχε του κόσμου τα πράματα, ώς και γλυκό μπορούσε να 'χε μέσα και φρούτα και τυρί. Έφτασε μπροστά στο σχολειό. Παναγία μου! η πόρτα ήτανε κλειστή από πάνω ώς κάτω! και μια τέτοια ησυχία, που όμοιά της δεν είχε καταλάβει ποτέ ο Δημητρός. Σαν να πέθανε μονομιάς όλος ο κόσμος και ν' απόμεινε αυτός μοναχός του. Επάγωσε κι η πνοή του επιάστηκε. Κοίταξε γύρω του· κανείς! Μόνο η γειτόνισσα στέκονταν ακόμα στο παράθυρο και τον είδε. — Άργησες! του φώναξε από το παράθυρο. — Άργησα... είπε κι ο Δημητρός. [πηγή: Κατίνα Γ. Παπά, Στη συκαμιά από κάτω. Διηγήματα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2000 (4η έκδ.), σ. 186-196] |