Δημήτρη Ραβάνη-Ρεντή, «Ένα παιδί αφηγείται»

Ναι, έρχομαι από ΕΚΕΙ.
Τί μέρα είναι σήμερα;
Απ’ την Τετάρτη μπήκα μέσα.
Τί να σας πω;
Κόσμος πολύς στα κάγκελα, στο δρόμο, στην αυλή,
στα κάγκελα δεμένα χέρια,
χέρια, πλακάτ, κεφάλια, όπλα,
τί να σας πω;
Και βέβαια είχε αίμα.
Μήπως έχετε ένα τσιγάρο;
Τ' αφήσαμε ΕΚΕΙ τα τσιγάρα,
πολλά τσιγάρα
κι ένα ταψί με κριθαράκι που μας έφερε η γριά.
Μήπως έχετε ένα ηρεμιστικό;
Ή, καλύτερα, ένα τσιγάρο.
Μα, ναι... Ήμουνα ΕΚΕΙ.
Τί να σας πω;
Δυο χιλιάδες; Τρεις χιλιάδες;
κι άσε τους έξω...
Όχι, το αίμα δεν είναι δικό μου.
Βέβαια, ήμουνα ΕΚΕΙ
απ' την Τετάρτη... ή την Τρίτη;
Στα κάγκελα δεμένα χέρια, πρόσωπα, πλακάτ,
με το φορείο φέραν μια κοπέλα.
Όχι, δεν ξέρω πόσων χρονών.
Όχι, δε φαινότανε το πρόσωπό της.
Όχι, σας λέω, το αίμα δεν είναι δικό μου...
Τί σας έλεγα; Για την κοπέλα.
Όχι, δεν ξέρω πώς τη λένε.

Ναι, ήμουνα ΕΚΕΙ.
Κανείς δεν ήθελε να φύγει.
Τα τανκς στεκόντουσαν στην πόρτα,
έξω απ' τα κάγκελα,
όχι, μέσα απ' τα κάγκελα,
όχι... έξω...
Μα, βέβαια, ήμουνα ΕΚΕΙ.
Τί να σας πω;
Όχι, δεν θέλω επίδεσμο, το αίμα δεν είναι από μένα..,
Δύο φαντάροι μ' έκρυψαν σ' ένα σκουπιδοτενεκέ
Χέρια δεμένα στις ερπύστριες,
μάτια, μαλλιά,
τα μάτια στα κάγκελα,
ανάμεσα στα κάγκελα...
Μόνο να ξημερώσει, λέγαμε...

Και βέβαια, ήμουνα ΕΚΕΙ.
Πώς να τα πω με τη σειρά;
Πέρασαν κι άλλοι από δω;
Κάτι κορίτσια, κάτι αγόρια...
Και βέβαια είχαμε νεκρούς.
Τί θα πει «πόσους;»
Όχι, το αίμα δεν είναι δικό μου,
δε θέλω επίδεσμο...
Με συγχωρείτε, πρέπει να πηγαίνω,
η μάνα μου θ' ανησυχεί.
Τί να σας πω;
Δεν ξέρω...

Μα ναι...
ήμουνα ΕΚΕΙ...

[πηγή: Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής, Ρεπορτάζ από ένα ζεστό Νοέβρη, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1983]

εικόνα