Όμηρος, Ιλιάδα Ο 458- 483: Γενναιότητα Τεύκρου μετά την απώλεια του τόξου του

Και ο Τεύκρος για τον Έκτορα ετοίμαζε άλλο βέλος,
και τον αγώνα θα ’παυε στων Αχαιών τα πλοία,
εάν τον έριχνε νεκρόν εκεί που ανδραγαθούσε.
Αλλά το είδε ο πάνσοφος Κρονίδης που εφρουρούσε
τον Έκτορα, και καύχημα του Τεύκρου επήρε μέγα·
που την καλόστριφτην χορδήν στο παινεμένο τόξο,
ως την τραβούσε, του ’σπασε, και πλαγινά το βέλος
το χάλκινο επετάχθηκε και του ’πεσε το τόξο.
Ρίγος τον Τεύκρον έπιασε και είπε του αδελφού του:
«Α! τέλεια κάθε σόφισμα της μάχης μου θερίζει
θεός, οπού μου πέταξε το βέλος απ’ το χέρι
και μου ’σπασε νεόστριφτην χορδήν που ’χα προσδέσει
τώρα πρωί να είναι αρκετή στ’ ακούραστά μου βέλη».
Και ο μέγας του απάντησεν ο Τελαμώνιος Αίας:
«Φίλε, το τόξον άφησε και τα πυκνά σου βέλη
αφού θεός τους Δαναούς φθονεί και τα συντρίβει·
πάρε κοντάρι μακριό, ζώσου τρανήν ασπίδα,
τους Τρώας κτύπα, κίνησε τους άλλους εις την μάχην·
και εάν θα νικήσουν μην ειπούν, που επάτησαν τα πλοία
ακόπως· αλλ’ ακράτητα στην μάχην ας χυθούμε».
Είπε, και ο Τεύκρος στην σκηνήν εκρέμασε το τόξο
κι ευθύς στους ώμους έζωσε τετράδιπλην ασπίδα·
εις την γενναίαν κεφαλήν καλόν έθεσε κράνος
με αλόγου χαίτην, και φρικτός σειόνταν ωσάν ο λόφος·
στο χέρι επήρε δυνατό κοντάρι χαλκοφόρο
και γρήγορα του Αίαντος εστήθηκε στο πλάγι.

[πηγή: Ομήρου Ιλιάδα, μτφρ. Ιάκ. Πολυλάς, ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1974]

info