Κώστα Ουράνη, «Συλλογιέμαι τους ναυτικούς...»

Συλλογιέμαι τους ναυτικούς...

Εκείνους που, αυτή την ώρα γυρνούν στους μεγάλους δρόμους του Αμβούργου ή του Μοντεβίδεο, ντυμένοι με τα καλά τους ρούχα, χαρούμενοι σα μαθητές λυκείου που έχουν έξοδο και που κοιτάν με την ίδια μαγεμένη περιέργεια τις βιτρίνες των καταστημάτων και τις γυναίκες που περνούν.

Εκείνους που κάνουν μακρυνά ταξίδια με γέρικα κι αργοκίνητα φορτηγά και που, καθισμένοι στο κατάστρωμα, διηγούνται μεταξύ τους ιστορίες της ζωής τους ή καπνίζουν σιωπηλοί — κοιτάζοντας να κατεβαίνει η ωκεάνια νύχτα.

Εκείνους που 'χουν μείνει χωρίς δουλειά και περνάν τις ώρες τους στα μικροκαφενεία των λιμανιών παίζοντας χαρτιά, λιπαρά από την πολλή μεταχείριση, ή μετρώντας και ξαναμετρώντας, σκεφτικοί, τα λεφτά που τους απομένουν και που τα 'χουν βγάλει προσεχτικά από τα βάθη του κόρφου τους.

Εκείνους που, σε ξενικά λιμάνια, ακολουθάν την πρώτη γυναίκα του δρόμου που τους έγνεψε και παζαρεύουν μαζί της, με τα δάχτυλα ή με λέξεις από διάφορες γλώσσες, την τιμή του κορμιού της.

Εκείνους που τις μεγάλες μονότονες ώρες του πλου, καθισμένοι στις κουκέτες τους, βγάζουν από τα βάθη των σάκκων τους τις αναμνήσεις τους: ξεθωριασμένες φωτογραφίες, κιτρινιασμένα γράμματα με καμπουριασμένους χαρακτήρες, καρτ-ποστάλ με λουλούδια ή ωραίες, σαν κούκλες, γυναίκες, ξενικές δεκάρες, σουγιάδες και μεταξωτά μαντήλια· και που, με το πρόσχημα να τα ταχτοποιήσουν, ξεχνιούνται —ώρα— κοιτάζοντάς τα...

Συλλογιέμαι τους ναυτικούς που έχουν αφήσει και με ερωμένη σε κάθε λιμάνι, εκείνους που κάνουν οικονομίες για να στέλνουν επιταγές στο σπίτι τους, εκείνους που αγοράζουν φτηνά μυρωδικά ή έξι πήχες μεταξωτό για τις αρραβωνιαστικές τους — και κείνους που δεν έχουν κανένα στον κόσμο κι έχουν αφοσιωθεί σ' έναν παπαγάλο ή έναν πίθηκο, που λυώνουν από νοσταλγία για τα δάση τους...

Συλλογιέμαι τους ναυτικούς που αρρωσταίνουν και τους κατεβάζουν σε διάμεσα λιμάνια για να τους αφήσουν, μόνους και ξένους, σε πένθιμα δημόσια νοσοκομεία και που η ανάρρωσή τους, ανάμεσα σ' άλλα ανθρώπινα ναυάγια, είναι πιο πένθιμη κι από την αδιαφορία γιατρών και νοσοκόμων τις μέρες του πυρετού και του αγκομαχητού τους...

Συλλογιέμαι τους ναυτικούς που πεθαίνουν στο ταξίδι και τους πετούν στην απέραντη κι αδιάφορη θάλασσα κι ύστερα παραδίνουν το φτωχό σάκκο τους, με τα παλιά τους τα ρούχα, το μεγάλο νικέλινο ρολόι τους, τα ξεθωριασμένα γράμματα, τους σουγιάδες, τις ξενικές δεκάρες και το πήλινο αγαλματάκι που παριστάνει την Ελευθερία του λιμανιού της Νέας Υόρκης, σ' ένα Προξενείο — απ' όπου κανένας, κανένας ποτέ δε θα τον ζητήσει...

[πηγή: Κώστας Ουράνης, Αποχρώσεις, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, χ.χ., σ. 88-89]

εικόνα