Επί Αγγλικής Προστασίας*, ο Γερασιμάκης ο Δαρέζης, από τους νόμπιλους* του νησιού του, ήταν διορισμένος στην Κέρκυρα δικαστής.
Είχαν να λένε για τον ακέραιο χαρακτήρα του, την αξιοπρέπειά του και την τυπικότητα. Πάντα ντυμένος στο καντίνι* –μιγρέα (ζακέτα), ψηλό καπέλο, άσπρη γραβάτα και μπαστούνι με χερούλι χρυσό– δεν ανεχόταν την παραμικρή παράβαση, την παραμικρή παράλειψη, την παραμικρή αμέλεια στο καθετί. Αυστηρός στον εαυτό του όσο και στους άλλους, ήθελε να κάνει και τη ζωή του πρότυπο τιμής κι αρετής.
Όταν ενώθηκε η Εφτάνησο με την Ελλάδα, ο Δαρέζης χάρηκε πολύ, γιατ' ήταν πατριώτης και ριζοσπάστης* κρυφός. Θεώρησε όμως χρέος του να παραιτηθεί από δικαστής. «Με διόρισε η Αγγλία –είχε συλλογιστεί ο μη μου άπτου* άνθρωπος– μα με θέλει τάχα κι η Ελλάδα;Αν με θέλει, ας με ματαδιορίσει».
Αλλά κι η «Ελλάδα» τον ήθελε. Είχε τόσο καλές πληροφορίες! Με τη διαφορά πως, αντί για δικαστή, προτίμησε να τον διορίσει έπαρχο σ' ένα μέρος του Μοριά*.
Επίτηδες, βλέπετε, τα πρώτα χρόνια της Ένωσης –που ήταν και τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου– γινόταν αυτή η «ανταλλαγή»: έστελναν διοικητικούς υπαλλήλους στην Εφτάνησο Ελλαδίτες, και στην άλλη Ελλάδα διαλεχτούς Εφτανήσιους.
Πρόθυμα δέχτηκε τη νέα θέση ο Δαρέζης. Τη θεώρησε μάλιστα πολύ τιμητική γι' αυτόν. Κι ορκίστηκε να βάλει τα δυνατά του για να το δείξει και σαν έπαρχος, όπως το 'χε δείξει και σα δικαστής. Έπειτα, είχε και τη φιλοδοξία να κάνει τους Ελλαδίτες της επαρχίας του να ιδούν, να γνωρίσουν στο πρόσωπό του τον «επτανησιακό πολιτισμό».Θα 'ταν τώρα δέκα φορές αυστηρότερος, τυπικότερος, αξιοπρεπέστερος, δικαιότερος, ηθικότερος. Έπαρχος! έλεγε. Μα δεν είναι παίξε-γέλασε. Έπαρχος θα πει μικρός βασιλιάς. Και βασιλικές αρετές έπρεπε ν' αναπτύξει τώρα ο σιορ-Γερασιμάκης, αφού θα 'χε και βασιλικές τιμές… Έπαρχος, τι διάολο! Σα να λέμε Πρεβεδούρος* επί Βενετοκρατίας. Ε, λοιπόν, ο Πρεβεδούρος επί Βενετοκρατίας ήταν μικρός βασιλιάς. Φαντάσου, όταν έφτανε στο νησί, τον έπαιρναν και τον πήγαιναν στο παλάτι του με μπαλντακίνο (ουρανία) σαν άγιο εικόνισμα! Μα μήπως πήγαινε παρακάτω σε τιμές και δόξες ο Ρεζιντέντες* επί Αγγλικής Προστασίας; Και μήπως τώρα, μετά την Ένωση, ο Νομάρχης ο Ελλαδίτης δεν ήταν πρόσωπο ιερό; Αδιάφορο αν του άρεσε αυτουνού η «αφέλεια» κι αν έβγαινε στο δρόμο και λιγάκι σαν-φασόν*. Oι άνθρωποι εκεί πέρα τον τιμούσαν σα να φορούσε χρυσά…
Ε, χρυσά όχι, ο Γερασιμάκης ο Δαρέζης δε θα φορούσε ποτέ. Μα και ποτέ δε θα του έλειπε η μιγρέα κι η ψηλοκαπελαδούρα. Α, μόνο γιακέτα και ψάθινο καπέλο δε θα 'βαζε ο κύριος Έπαρχος. Μα ούτε στο βαπόρι ούτε στην εξοχή!…
Άμα έλαβε το διορισμό του, πήγε στη Νομαρχία, παρουσιάστηκε στο Νομάρχη και, με χίλιες τσιριμόνιες*, μ' επίσημη ευγλωττία, μα και με βαθιά συγκίνηση, τον παρακάλεσε να διαβιβάσει στην Κυβέρνηση την άπειρη ευγνωμοσύνη του για τη μεγάλη τιμή, και την ένορκη υπόσχεσή του πως θα φαινόταν άξιος. Είπε πολλά, πολλά. O Νομάρχης, ο διαλεχτός Ελλαδίτης, τ' άκουσε με υπομονή και μ' ελαφρό χαμόγελο. Έπειτα του είπε σαν-φασόν:
– Εμ το ξέρουμε, κύριε Δαρέζη, πως θα κάμετε το χρέος σας.
– Και κάτι παραπάνω!, φώναξε ο νέος Έπαρχος.
– Γι' αυτό πια τι να σας πω;, έκανε ο Νομάρχης σηκώνοντας τους ώμους. Είναι στη διάθεσή σας.
Απογοητεύτηκε λιγάκι απ' αυτή τη γλώσσα ο Δαρέζης, μα έκρινε καλό να μη δείξει τίποτα· και ρώτησε απλά:
– Τώρα… πότε θα φύγω;
– Μα, υποθέτω… με πρώτη ευκαιρία.
– Πώς;… Δε θα 'ρθει πλοίο να με πάρει;
Με κόπο ο Νομάρχης κράτησε τα γέλια του. Κι αποκρίθηκε:
– Όχι, κύριε Δαρέζη, όχι. Δεν είναι δυνατό. Το Κράτος μας, βλέπετε, δεν είναι Αγγλία, ούτε Βενετία. Πάνε εκείνα που ξέρατε. Θα φύγετε με το βαπόρι της γραμμής, πρώτη θέση, κι η Κυβέρνηση θα σας πληρώσει απλώς τα «οδοιπορικά»* σας.
– Το ίδιο είναι! Δεν πειράζει! Με συγχωρείτε, κύριε Νομάρχα! Δεν ήξερα!
Έγινε κατακόκκινος για την γκάφα του ο νέος Έπαρχος. Να μην το συλλογιστεί πως η μικρή, φτωχή Ελλάδα δεν μπορούσε να κάνει τέτοιες πολυτέλειες! Μπα! και με το βαπόρι της γραμμής, πρώτη θέση, το ίδιο δεν ήταν; Άμ' ανέβαζε ένα σινιάλο στο κατάρτι, νάτο! Και, διάολε, το σινιάλο* δεν κόστιζε τίποτα: μια παντιερούλα*, ένα κομμάτι πανί…
Ετοιμάστηκε τέλος πάντων και μπαρκαρίστηκε* στο πρώτο βαπόρι και θα 'φευγε απ' το νησί του για το Μοριά.
Σινιάλο όμως δεν είδε ν' ανεβάσουν πουθενά.
«Ε, συλλογίστηκε, δεν μπορεί αμέσως αμέσως… Έχουν τώρα τη φασαρία… Άμα ξεκινήσουμε…»
Ωστόσο, για καλό και για κακό, δεν έπαυε να το θυμίζει, κάνοντας τρόπο ν' ακούγεται μες στο βαπόρι τ' όνομά του κι ο τίτλος του. Πότε το 'λεγε, το φώναζε ο ίδιος: «ο κύριος Γεράσιμος Δαρέζης, Έπαρχος…». Πότε προκαλούσε μια προσφώνηση από άλλον: «Κύριε Έπαρχε!…». Κι όταν τέλος ενόμισε πως όλο πια το βαπόρι, απ' τη γέφυρα ως τ' αμπάρι, έμαθε ποια προσωπικότητα κουβαλούσε στην έδρα της, ησύχασε κάπως και κάθισε σε μιαν άκρη.
Αλλά του κάκου. Το βαπόρι είχε ξεκινήσει, και κανένα σινιάλο δεν ανέβαινε να πληροφορήσει τις ακτές και τις θάλασσες πως ταξίδευε μ' αυτό ένας άρχοντας. Πολύ περίεργο πράμα! Μα το ξέχασαν αυτοί οι άνθρωποι;…
Ρώτησε τον καμαρότο:
– Σινιάλο… γιατί δεν εβάλατε;
– Δεν ξέρω, κύριέ μου, του αποκρίθηκε ο καμαρότος· δεν είναι δική μου δουλειά. Θα λάβετε μέρος στο πρόγευμα;
Ρώτησε το λοστρόμο:
– Παντιερούλα;… πότε θα πάει η παντιερούλα;
– Μα τι, αποκρίθηκε ο θαλασσινός. Καραντίνα* έχουμε;
Ρώτησε κι άλλους, τα ίδια.
«Α, μα δεν είναι δουλειά τούτη δω!», συλλογίστηκε με αγανάχτηση ο κ. Έπαρχος.
Και μια και δυο, ανεβαίνει στη γέφυρα και παρουσιάζεται στον καπετάνιο.
O θαλασσινός αυτός ήταν ένας από τους πιο ντόμπρους* και τους πιο σαν-φασονίστες Ρωμιούς. Ποτέ του δε θα 'χε ιδεί τέτοιον στη ζωή του ο άρχοντας Δαρέζης, ούτε στο νησί του, ούτε στην Κέρκυρα.
Φαντάσου, να βλέπει μπροστά του ένα νόμπιλο, με μιγρέα, με ψηλό καπέλο, και να μη σηκώνεται καν να χαιρετήσει! Να μη βγάζει ούτε το κασκέτο* του καθιστός!
– Κύριε πλοίαρχε…
– Oρίστε!
– Είμαι ο κ. Γεράσιμος Δαρέζης, πρώην δικαστής και νυν έπαρχος…
– Χαίρω πολύ!
– Και ταξιδεύω υπό την ιδιότητά μου!
– Μάλιστα, χαίρω πολύ. Και τι αγαπάτε;
– Μα… τι ν' αγαπάω; Δεν ακούσατε τι σας είπα: Ταξιδεύω υπό την ιδιότητά μου!
– Δηλαδή;
– Ως Έπαρχος! Τι άλλο θέλετε να σας πω;
– Δεν εννοώ… εξηγηθείτε, σας παρακαλώ… Έχετε κανένα παράπονο;
– Βεβαιότατα! Έχω το παράπονο, κύριε πλοίαρχε, ότι παρελείψατε έναν τύπον και μίαν τιμήν οφειλομένην!…
O καπετάνιος άρχισε να βράζει:
– Oυφ!… εξηγηθείτε λοιπόν!
Ήταν πια προσταγή. Κι ο Γερασιμάκης ο Δαρέζης σήκωσε το χέρι του κι έδειξε ψηλά:
– Δεν αναπετάσατε επί του ιστού το σήμα!
– Α!;
Επιτέλους ο καπετάνιος είχε καταλάβει. Κι αφού κοίταξε πρώτα καλά-καλά τον άνθρωπο με τη μιγρέα, ξαφνικά έβαλε τα γέλια. Μα κάτι γέλια!
O Γερασιμάκης κοκκίνισε σα ζεματισμένος αστακός.
– Γιατί γελάτε; Αυτή είναι η δικαιολογία σας; Ωραία, κύριε πλοίαρχε, σας συγχαίρω!
Τώρα μόλις ο καπετάνιος σηκώθηκε. Α, μα τον είχαν πιάσει κι αυτόν τα δαιμόνια. Είχε πάψει να γελά.
Κι είπε τονίζοντας τα λόγια του ένα ένα:
– Αμ, αν ήταν να βάζουμε σινιάλο κάθε φορά που κουβαλούμε τραγιά σαν του λόγου σου –έπαρχος, λέει– χαχαχούχα!… Άσε με ήσυχο, χριστιανέ μου!…
Η ιστορία δεν αναφέρει την απάντηση του Γερασιμάκη του Δαρέζη.
Εγώ όμως υποθέτω πως θα έκανε ταχτική μεταβολή και θα κατέβηκε χωρίς λέξη. Κι αυτό το κρίνω απ' τα κατοπινά που αναφέρει η ιστορία.
Με τ' άλλο βαπόρι ο Γερασιμάκης ο Δαρέζης γύρισε στο νησί του, παρουσιάστηκε αμέσως στον κ. Νομάρχη και του είπε:
– Παραιτούμαι! Εγώ, σαν Επτανήσιος, δεν είμαι μαθημένος έτσι, και μου είναι κάπως δύσκολο να μάθω τώρα στα γεράματα. Ας μάθουν από σας τους Ρωμιούς τα παιδιά μας!
– Ω! μα για έναν τύπο κάνετ' έτσι σεις;, φώναξε ο κ. Νομάρχης άμα έμαθε την αιτία.
– Μάλιστα!, αποκρίθηκε θαρρετά ο πρώην δικαστής. Εγώ ήμουν και είμαι τυπικός, γιατί έχω την ιδέα ότι ο τύπος μαρτυρεί την ουσία. Άμα δεν υπάρχει εκείνο, δεν υπάρχει ούτε αυτή. Όταν οι καπετάνιοι σας βρίζουν τους επάρχους σας τραγιά, επειδή τους θυμίζουν μια στοιχειώδη παράλειψη, θα πει ότι κι οι έπαρχοί σας δεν κάνουν το χρέος τους ή βρίσκουν τον μπελά τους όταν το κάνουν. Εγώ ούτε να μην το κάνω θα μπορούσα, ούτε να βρω τον μπελά μου θα ήθελα. Και παραιτούμαι!
Η παραίτησή του έγινε δεκτή με λύπη· μα ο Γερασιμάκης ο Δαρέζης ιδιώτεψε* με χαρά σ' όλη την επίλοιπη ζωή του.
Γ. Ξενόπουλος, Ο ποπολάρος και άλλα διηγήματα,
Αδελφοί Βλάσση
Φραντσέσκο Πίτζε, Η Κέρκυρα με το φρούριο |