|
Εσύ 'σαι, που κορόνα σου φορείς το Βράχο; Εσύ 'σαι,
Βράχε, που το ναό κρατάς, κορόνα της κορόνας;
Ναέ, και ποιος να σ' έχτισε μες στους ωραίους ωραίο,
για την αιωνιότητα με κάθε χάρη Εσένα;
Σ' εσέ αποκάλυψη ο ρυθμός, κάθε γραμμή και Μούσα·
λόγος το μάρμαρο έγινε κι η ιδέα τέχνη, και ήρθες
στη χώρα τη θαυματουργή, που τα στοχάζεται όλα
με τη βοήθεια των Ωρών* των καλομετρημένων,
ήρθες απάνου απ' τους λαούς κι απάνου απ' τις θρησκείες,
κυκλώπειε, λυγερόκορμε και σα ζωγραφισμένε.
[…]
Ναέ, τα θέμελά σου εσέ δεν είναι ριζωμένα,
σα να τη 'γγίξαν τρίσβαθα την τέλειωση* του κόσμου,
μηδέ το μέτωπό σου εσέ πάει πέρα από τα γνέφια*,
σαν πυραμίδας κολοσσός απάνου σ' ερμοτόπι
της Αφρικής. Ανάλαφρα κρατάν εσέ στου αέρα
τη διαφανάδα τη γλαυκή των Oλυμπίων* τα χέρια.
Κι η αρχοντική κορφή σου εσέ δίχως θρασά* να πάει
για να χαθεί στ' απέραντα που μάτι δεν τη φτάνει,
το Πνεύμα προς τ' απέραντα ξέρει απαλό και φέρνει.
Εσένα δε σε χτίσανε τυραγνισμένων όχλοι*,
καματερά* ανθρωπόμορφα, σπρωγμένα απ' τη βουκέντρα*
φαρμακερά κι αλύπητα, δυνάστη αιματοπότη.
Εσένα με το λογισμό κι εσέ με το τραγούδι
σε υψώσαν των ελεύθερων οι λογισμοί εκεί όπου
και ο Νόμος σαν πρωτόγινε της Πολιτείας προστάτης,
με το ρυθμό πρωτόγινε, κι ήταν κι αυτός τραγούδι.
[…]
Κι ακούστε! Πρέπει κι ο άνθρωπος, κάθε φορά που θέλει
να ξαναβρεί τα νιάτα του, να 'ρχεται στο ποτάμι
της Oμορφιάς να λούζεται. Σ' όλα μπροστά τα ωραία
να στέκεται αδιαφόρευτα* και γκαρδιακά* να σκύβει
προσκυνητής, ερωτευτής, τραγουδιστής, διαβάτης.
Κι αφού όλων πάει ταξίματα και μεταλάβει απ' όλα,
πάλι και πάντα να γυρνά σ' εσένα μ' έναν ύμνο.
Μ' εσένα το ξανάνιωμα του κόσμου ν' αρχινάει,
του κόσμου το ξανάνιωμα μ' εσέ να παίρνει τέλος.
Κ. Παλαμάς, Άπαντα, τόμ. 5, Μπίρης
Άγγελος Γιαλλινάς, O Παρθενώνας πριν από την αναστήλωση
|
|