|
Φοίνικες* και ταλαράκια το πουγκί μου κουδουνίζει,
και το στόμα μου σαμπάνιες και ρυζόγαλο μυρίζει·
χαιρετάτε με με σέβας, με βαθύν προσκυνισμόν·
επιστάτης, κύριοί μου, έγινα οικοδομών.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει* καλά.
Έκτακτε Διοικητή μου, πόσα γρόσια* θησαυρίζεις;
Όσα παίρνω σ' ένα μήνα σ' ένα χρόνο τα κερδίζεις;
Έκτακτα τον μήνα παίρνεις εσύ χίλια… κι ας να μη!
Εγώ παίρνω τρεις χιλιάδες εις την κάθε πιθαμή.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.
Η αυτού Πανεξοχότης* μ' αγκαλιάζει κάθε μέρα.
Μα ρημάζω* το Ταμείον; Αλλού βλέπει, βρέχει πέρα,
φθάνει μόνον, πουρνό* βράδυ, να τον λέγω εις τ' αυτί
τι φρονεί ο ένας κι άλλος και τι δρόμο περπατεί.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.
Σήμερον το Ναύπλιόν μας η πρωτεύουσά μας είναι·
αύριο θα είναι, λέγουν, αι περίφημαι Αθήναι.
Τότε, γρόσια μιλιούνια* τότε δα θα ξοδευθούν,
και πατόκορφ' απ' εμένα αι Αθήναι θα κτισθούν.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.
Κριματίζει* όποιος λέγει πως εγώ μισώ τα φώτα*·
τα σχολεία, στην τιμή μου, τ' αγαπώ απ' όλα πρώτα·
και πολλές φορές λαχαίνει στ' όνειρό μου να ιδώ
πως οικοδομώ Μουσεία, κι απ' το στρώμα τραγουδώ:
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.
Με κολνούνε* οι γυναίκες και γλυκές ματιές με ρίχνουν·
μ' όλες μου τες άσπρες τρίχες πως μ' ορέγουνται* με δείχνουν·
γαμβρός είμαι όπου πάγω, κι εις το κάθε σπιτικό
ταπεινότατες προτάσεις υπανδρείας αγρικώ*.
Τερερέμ, λαλά, λαλά·
η δουλειά πάγει καλά.
Ηλίας Κουμετάκης,
Η Ακαδημία της Αθήνας
Λ. Πολίτη, Ποιητική Ανθολογία, τόμ. 4, Δωδώνη
|
|