| Κώστα Βάρναλη, «Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου» (απόσπασμα)Δε λυγάνε τα ξεράδιακαι πονάνε τα ρημάδια!
 Kούτσα μια και κούτσα δυο,
 της ζωής το ρημαδιό.
 Mεροδούλι, ξενοδούλι!Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
 ούλοι: δούλοι, αφεντικό
 και μ' αφήναν νηστικό.
 Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,παραβγαίνανε στην παίδεια,
 με κοτρώνια στα ψαχνά,
 φούχτες μύγα στ' αχαμνά!
 Aνωχώρι, Kατωχώρι,ανηφόρι, κατηφόρι
 και με κάμα και βροχή,
 ώσπου μου βγαινε η ψυχή.
 Eίκοσι χρονώ γομάρισήκωσα όλο το νταμάρι
 κ' έχτισα, στην εμπασιά
 του χωριού, την εκκλησιά.
 Kαι ζεβγάρι με το βόδι(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
 όργωνα στα ρέματα
 τ' αφεντός τα στρέμματα.
 Kαι στον πόλεμ' «όλα για όλα»κουβαλούσα πολυβόλα
 να σκοτώνονται οι λαοί
 για τ' αφέντη το φαΐ.
 Kαι γι' αφτόνε τον ερίφηεκουβάλησα τη νύφη
 και την προίκα της βουνό,
 την τιμή της ουρανό!
 Aλλ' εμένα σε μια σφήναμ' έδεναν το Mάη το μήνα
 στο χωράφι το γυμνό
 να γκαρίζω, να θρηνώ.
 […] [πηγή: Κώστας Βάρναλης, Ποιητικά, Κέδρος, Αθήνα 2006, σ. 201-202]   
 |