Γιάννη Μπεράτη, Το πλατύ ποτάμι (απόσπασμα)

Μας δώσανε κάτι ζώα, αχ! Θεέ μου, κάτι τόσο δύστυχα, μελλοθάνατα ζώα, που 'λεγες πως αν λίγο τα σπρώξεις, αν τους δώσεις έτσι μια με το χέρι σου, θα σωριαστούν εκεί που βρίσκονται κ' ίσως από μέσα τους θα σ' ευχαριστούν γι' αυτό. — Όλες αυτές οι πληγές, έτσι σαν κόκκινο γυαλί που κάτι υγρό διαφαίνεται από κάτω του: πίσω στ' αχαμνά μπούτια κοντά στην ουρά, σ' όλα τα πλευρά τους και την πλάτη τους απ' τα σαμάρια· σ' όλα τα γόνατα που δεν είχαν πια τρίχα…

Μα πώς θα πάμε μ' αυτά τα ζώα; Είναι δυνατόν να πάμε μ' αυτά τα ζώα; διαμαρτυρόμουνα στους αρμοδίους αξιωματικούς. Αφού ακριβώς πριν τους είπα και τους το τόνισα τόσο πολύ ότι για τα μηχανήματα θέλω γερά, ψηλά ζώα…

Σηκώνανε τους ώμους, τεντώνανε προς τα μπρος το πηγούνι τους και λέγανε:

– Τί να σου κάνουμε; Τί να σου κάνουμε; Αυτά είχαμε διαθέσιμα αυτή την ώρα, κι αυτά σου δώσαμε. Πάντως η διαταγή είναι να φύγεις αμέσως.

Είναι βλέπεις που δεν τρώνε τα ζωντανά, κύριε Ανθυπασπιστά, λέγανε οι ημιονηγοί δίπλα μου καθώς ανηφορίζαμε. Τώρα με την Άνοιξη και με το χορτάρι μπορεί να πάρουνε λίγο επάνω τους. Μα μια καραβανίτσα στάρι (κι όχι, μη φανταστείς ποτέ καλά γιομάτη) για μεσημέρι-βράδυ, τί να σου κάνει για το ζώο που δωσ' του και το φορτώνουνε και το τραβολογάνε δεξιά κι αριστερά. Αυτός τα λυπάται τα φουκαριάρικα — είναι απ' τη Μυτιλήνη κ' είχε πάντα δικό του μουλάρι.

[πηγή: Γιάννης Μπεράτης, Το πλατύ ποτάμι. Με ανέκδοτες ημερολογιακές σημειώσεις, πρόλ. Κ.Θ. Δημαράς, Ερμής, Αθήνα 2002, σ. 279-280]

εικόνα