Leo Tolstoy, «Childhood, Boyhood, Youth»

Αχ, αυτές οι ευτυχισμένες μέρες της παιδικής ηλικίας που δε θα ξαναγυρίσουν πια! Πώς είναι δυνατό να μην αγαπήσει κανείς και να μη φυλάξει τρυφερά στη μνήμη του τέτοιες χαρούμενες εποχές; Αυτές οι μνήμες δροσίζουν και εξυψώνουν την ψυχή και είναι η πηγή της μεγαλύτερής μου απόλαυσης.

Κάθεσαι στην ψηλή σου καρέκλα στο τραπέζι για τσάι και αρχίζεις να ανατρέχεις στα βάθη της καρδιάς σου. Είναι αργά κι εσύ έχεις τελειώσει από ώρα το γάλα σου με τη ζάχαρη. Νυστάζεις τόσο πολύ που δεν μπορείς να κρατήσεις τα μάτια σου ανοιχτά, κι όμως δεν κουνιέσαι από τη θέση σου — μόνο κάθεσαι κι ακούς. Και πώς να μην ακούσεις; Η μαμά μιλάει σε κάποιον και ο ήχος της φωνής της είναι τόσο γλυκός, τόσο ζεστός. Ο ήχος και μόνο πηγαίνει κατευθείαν στην καρδιά μου! Με μάτια μισόκλειστα απ' τον ύπνο χαζεύω το πρόσωπό της, και ξαφνικά γίνεται πολύ μικρή, το πρόσωπό της δεν είναι μεγαλύτερο από ένα κουμπί. Αλλά μπορώ παρ' όλα αυτά να το δω ξεκάθαρα: τη βλέπω να με κοιτάζει και να γελά. Μ' αρέσει να τη βλέπω τόσο μικρούλα. Κλείνω τα μάτια περισσότερο και τώρα δεν είναι μεγαλύτερη από ένα μικρό αγόρι που καθρεφτίζεται στην κόρη του ματιού, αλλά κουνιέμαι και η μαγεία διαλύεται. Μισοκλείνω τα μάτια μου, αλλάζω θέση, προσπαθώ με κάθε τρόπο να επαναφέρω τη μαγεία, αλλά μάταια.

Κατεβαίνω από την καρέκλα μου και βολεύομαι σε μια πολυθρόνα, με τα πόδια μου διπλωμένα κάτω από το σώμα μου.

«Θα αποκοιμηθείς πάλι, μικρέ μου Νικολάι», μου λέει η μαμά. «Γιατί δεν πηγαίνεις επάνω»;

«Δε θέλω να πάω στο κρεβάτι, μαμά», απαντώ. Θολά, γλυκά οράματα πλημμυρίζουν το μυαλό σου, όλος υγεία ο παιδικός ύπνος βαραίνει στα βλέφαρά σου και σε μια στιγμή κοιμάσαι βαθιά, μέχρι να έρθει κάποιος να σε σηκώσει. Μέσα στα όνειρά σου αισθάνεσαι ένα απαλό χέρι να σ' αγγίζει: το αναγνωρίζεις και μόνο από το άγγιγμα και, ενώ κοιμάσαι, το αρπάζεις από ένστικτο και το πιέζεις δυνατά στα χείλη σου.

Οι άλλοι έχουν όλοι φύγει. Μόνο ένα κερί καίει στο σαλόνι. Η μαμά είπε ότι εκείνη θα με ξυπνούσε. Είναι αυτή που κάθισε στην πολυθρόνα που κοιμάμαι και χαϊδεύει τα μαλλιά μου με το υπέροχο απαλό της χέρι και ακούω τη γνωστή αγαπημένη φωνή να μου λέει στο αυτί:

«Σήκω, αγάπη μου, είναι ώρα να πας στο κρεβάτι».

Δεν υπάρχουν αδιάκριτοι θεατές για να την κάνουν να συγκρατηθεί και δε φοβάται να εκφράσει όλη της την τρυφερότητα και την αγάπη. Δεν κουνιέμαι, μόνο φιλώ και ξαναφιλώ το χέρι της.

«Σήκω τώρα, αγγελέ μου».

Βάζει το άλλο της χέρι γύρω απ' το λαιμό μου και τα λεπτά της δάχτυλα διατρέχουν το σβέρκο μου και με γαργαλούν. Είναι ησυχία και μισοσκόταδο στο δωμάτιο. Αισθάνομαι να τρέμω λίγο από το γαργαλητό, αλλά και γιατί ξύπνησα από τον ύπνο. Η μαμά κάθεται κοντά μου, με αγγίζει. Νοιώθω τη μυρωδιά της και τη φωνή της. Μ' όλα αυτά τινάζομαι επάνω, την αγκαλιάζω απ' το λαιμό, χώνω το κεφάλι μου στο στήθος της και ψιθυρίζω ξεψυχισμένα:

«Αχ αγαπημένη, αγαπημένη μου μαμά, σ' αγαπώ τόσο πολύ!»

Χαμογελά μ' εκείνο το μελαγχολικό, μαγευτικό χαμόγελο, παίρνει το κεφάλι μου στα δυο της χέρια, με φιλάει στο μέτωπο και με κλείνει στην αγκαλιά της.

«Ώστε μ' αγαπάς πάρα πολύ;» Στέκεται σιωπηλή για μια στιγμή και μετά λέει: «Να θυμάσαι να μ' αγαπάς πάντα και να μη με ξεχάσεις. Όταν η μαμά δεν θα είναι πια εδώ, δε θα την ξεχάσεις; Δε θα την ξεχάσεις, μικρέ μου Νικολάι;»

Με φιλάει ακόμη πιο τρυφερά.

«Όχι! Μη μιλάς έτσι, καλή μου μαμά, δική μου μαμά!» Φωνάζω και φιλώ τα γόνατά της ενώ δάκρυα τρέχουν από τα μάτια μου — δάκρυα αγάπης και έκστασης.

Μετά απ' αυτό πιθανόν πηγαίνω επάνω στο δωμάτιό μου και με τη μικρή μου καπιτονέ ρόμπα στέκομαι μπροστά στις εικόνες και, τί εξαίσιο συναίσθημα, καθώς λέω: «Ω Θεέ μου, ευλόγησε τον μπαμπά και τη μαμά.» Επαναλαμβάνω τις προσευχές που για πρώτη φορά τα παιδικά μου χείλη πρόφεραν ψευδίζοντας με την καθοδήγηση της αγαπημένης μου μητέρας, και η αγάπη γι' αυτήν και η αγάπη για το Θεό κατά έναν περίεργο τρόπο ενώνονται σε ένα κοινό συναίσθημα.

Πάντα μετά την προσευχή κουκουλωνόμουν με τα στρώματα και η καρδιά μου αισθανόταν ανάλαφρη, αμέριμνη και χαρούμενη. Τα όνειρα διαδέχονταν το ένα το άλλο γρήγορα — αλλά τί όνειρα ήταν εκείνα; Ήταν ασύλληπτα και ακαθόριστα, αλλά γεμάτα από αγνή αγάπη και ελπίδα για χαρά. Μπορεί να σκεφτόμουν τον Karl Ivanych και τους δυστυχισμένους όμοιούς του (ήταν το μόνο δυστυχισμένο άτομο που γνώριζα) και τον λυπόμουν τόσο πολύ και τον συμπαθούσα τόσο πολύ ώστε δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια μου και έλεγα στον εαυτό μου: «Θεέ μου, χάρισέ του ευτυχία, άφησέ με να τον βοηθήσω και να ελαφρύνω τη θλίψη του: Είμαι έτοιμος να κάνω οποιαδήποτε θυσία για χάρη του». Ύστερα έκανα χώρο στη γωνία στο κάτω μαξιλάρι για το αγαπημένο μου παιχνίδι —ένα πορσελάνινο λαγό ή ένα σκυλάκι— και αναγάλλιαζα βλέποντάς το εκεί, τόσο βολικά και ζεστά. Ακολουθούσε μια ακόμη προσευχή στο Θεό για να δώσει χαρά και ευτυχία σε όλους και για τον καιρό να είναι καλός την άλλη μέρα για τη βόλτα μας, και γυρνούσα από την άλλη μεριά, σκέψεις και όνειρα γλιστρούσαν μαζί μέχρι που τελικά αποκοιμιόμουν απαλά και ήρεμα ενώ το πρόσωπό μου ήταν ακόμη βρεγμένο από τα δάκρυα.

Θα επιστρέψει ποτέ άραγε αυτή η ανέμελη φρεσκάδα, αυτή η δίψα για αγάπη, αυτή η δύναμη της αγάπης που έχει κανένας στην παιδική του ηλικία; Υπάρχει καλύτερη εποχή στη ζωή μας, απ' όταν οι δύο ωραιότερες αρετές —η αθώα χαρά και η απέραντη λαχτάρα για στοργή— είναι τα μοναδικά κίνητρα της ζωής μας;

Πού είναι αυτές οι θερμές προσευχές; Πού είναι το μεγαλύτερο απ' όλα τα δώρα — τα αγνά δάκρυα της συγκίνησης; Ένας φύλακας άγγελος πέταξε από τον παράδεισο με ένα χαμόγελο να σκουπίσει αυτά τα δάκρυα και να σκορπίσει τα όνειρα στην αμόλυντη φαντασία της παιδικής ηλικίας.

Άφησε στην καρδιά μου άραγε η ζωή τόσο βαριά ίχνη που αυτά τα δάκρυα και αυτή η έκσταση με έχουν εγκαταλείψει για πάντα; Άραγε μόνο η ανάμνησή τους απομένει;

[πηγή: Leo Tolstoy, Childhood, Boyhood, Youth, trans. Rosemary Edmonds Harmondsworth, Penguin, 1964, σσ. 52-54 (μτφρ. Μ. Μουμτζή, Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα: www.greek-language.gr.)]

εικόνα