Λόρδου Μπάυρον, «Απ' την Κατάρα της Αθηνάς» (απόσπασμα)
Μα στερνός, στο σαστισμένο πλήθος, κάπου σε μιαν άκρη,
Ένας που ήσυχα κοιτάζει βουρκωμένος απ' το δάκρυ,
Μ' άλαλο θυμό και πόνο μια αυτά που 'κλεψαν θαμάζει,
Μια σιχαίνεται τον κλέφτη σύψυχα κι ανατριχιάζει
Ω! που ζώντας και που σκόνη, δίχως σχώριο να γροικήση,
Ν' ακλουθιέται η αχορτασιά του η ιερόσυλη με μίση,
Και η εκδίκηση, ώς τον τάφο και πιο πέρα, το όνομά του
Να το κυνηγά, στο πλάγι του μωρόδοξου Ηροστράτου,
Και σε φύλλα λεκιασμένα και γραμμές που καίνε ας γίνη
Ατελείωτα να στράφτουν εμπρηστές ναών κι Ελγίνοι,
Καταδικασμένοι αιώνια στο ίδιο ανάθεμα κι οι δυο τους,
Που ίσως στο στερνό θε να βρης και τον πιο χειρότερό τους,
Έτσι ας στέκουν, να τους βλέπουν τα μελλούμενα τα χρόνια,
Άγαλμα άσειστο, με βάση μοναχή, την καταφρόνια.
[πηγή: Λ. Μπάυρον, Τα τραγούδια του για την Ελλάδα (μτφρ. Στέφανος Μύρτας), Τύποις Ε. & Ι. Μπλαζουδάκη, Αθήνα 1924, σ. 59]
|