Ο μόχθος της μύγας
Στο παζάρι χθες που πήγα
είδα μια τεμπέλα μύγα
και μου ήρθε στο μυαλό
παραμύθι γελαστό.
Π ρέπει να σας την πω τούτη την ιστορία, για να γελάσετε όπως γέλασα κι εγώ, όταν μου την έφερε ο άνεμος στ’ αυτιά μου. Ακούστε λοιπόν:
Ήταν μια μέρα με τσουχτερό κρύο. Ένα κρύο παράξενο. Και σε κείνο το αφάνταστο και παράξενο κρύο δύο βόδια σ’ έναν κάμπο τραβούσαν με κόπο το άροτρο . Τραβούσαν και ίδρωναν, τραβούσαν και ίδρωναν. Είχαν ξεκάμει πια τα καημένα. Ο κύρης τους προσπαθούσε συνέχεια να τους δίνει κουράγιο φωνάζοντας:
– Άιντε μπρος, καμάρια μου, και τελειώνουμε! Άιντε, παλικάρια μου!
Κι όταν εκείνα κοντοστέκονταν λιγάκι να ξαποστάσουν, έτρωγαν μια δυνατή βιτσιά στα καπούλια και συνέχιζαν αδιαμαρτύρητα. Όπως λοιπόν εκείνα όργωναν, περνά πετώντας μια μύγα και κάθεται στο κέρατο του ενός βοδιού. Βολεύεται, στηρίζεται καλά σε ένα αναπαυτικό σημείο και απολαμβάνει το θέαμα.
Περνά από εκεί και μια αλεπού που βλέπει τη μύγα και της χαμογελά. Καθώς γνωρίζονταν από παλιά, τη χαιρετά εγκάρδια:
– Καλημέρα, κουμπάρα μύγα.
– Καλημέρα και σε σένα, κουμπάρα αλεπού!
– Τι χαμπάρια, κουμπάρα μύγα; Τι γίνεται;
Και η μύγα με βαθύ αναστεναγμό απάντησε στην αλεπού:
– Αχ, μα τι θέλεις να γίνεται, βρε κουμπάρα αλεπού; Δε βλέπεις; ... Οργώνουμε!
(παραμύθι από την Kαλαβρία) |