Φοίβου Σταυρίδη, «Η γριά γιαγιά μου»
Η γριά γιαγιά μου η εκατόχρονη
πια δεν κοιμάται με τα παραμύθια,
ολημερίς κοιτάζει κατά τον βοριά
με ήλιο, με βροχή –πού ’ναι τ’ αδράχτι της
σε τούτο το τσαντίρι σύνεργο διαβόλου;
Κάθεται και κοιτάζει τα βουνά
με ξεπλυμένα μάτια,
κάθεται κι αφουγκράζεται τη γη, κι ακούει
στη μακρινή αυλή της ξένα βήματα
τον σπόρο να τσακίζουν που τολμά ν’ ανθίσει.
«Θα περιμένω, γιε μου», λέει η γριά γιαγιά μου η
εκατόχρονη
«να πάω σπίτι μου∙ εδώ δεν είναι τόπος μου για
να πεθάνω».
Κι έτσι ως γυρνά και συνεχίζει να κοιτάζει τα
βουνά
ξέρω πως η γριά γιαγιά μου η εκατόχρονη,
αυτό θα κάνει.
[πηγή: Φοίβος Σταυρίδης, Απομυθοποίηση, Τα τετράδια του Ρήγα, Λευκωσία 1978, σ. 13]
|