Ηχοϊστορίες
|
1. Ο Τομ Τιριτόμ κι η πολιτεία που ήταν χωρισμένη στα δύο* Διασκευή: Ελένη Τσούτσια-Λουλάκη
ια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πολιτεία χωρισμένη στα δύο από ένα ποτάμι.Οι κάτοικοι, μετά από έναν μεγάλο καβγά (θυμωμένες φωνούλες), αποφάσισαν να γκρεμίσουν το πέτρινο γεφύρι που ένωνε την πολιτεία (κλάβες, πιατίνια, μολύβια που πέφτουν στο πάτωμα). Έτσι, οι μισοί ζούσαν στη μια μεριά του ποταμού κι οι άλλοι μισοί στην άλλη μεριά. Όμως, τα παιδιά της πολιτείας ήταν θλιμμένα (σκόρπιες νότες πάνω στο μεταλλόφωνο), γιατί πάνω σ’ εκείνο το γεφύρι έπαιζαν τα πιο ωραία παιχνίδια τους (σε μικρές ομάδες τα παιδιά παίζουν γνωστά παιχνίδια). Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, δυο πράγματα έγιναν αμέσως μετά το γκρέμισμα του γεφυριού: από τη μια σταμάτησαν όλα τα ρολόγια που έδειχναν την ώρα (ομάδα που μιμείται ρολόγια) και από την άλλη οι κάτοικοι ίσα που μπορούσαν να ψιθυρίσουν. Τίποτα δεν ήταν όπως πριν. * Μπουλιώτης, Χ. (1999). Ο Τομ Τιριτόμ κι η πολιτεία που ήταν χωρισμένη στα δύο. Αθήνα: Πατάκης. |
Τα σχολεία, τα θέατρα έκλεισαν... και τα παιδιά δεν ξεφώνιζαν στους δρόμους. Τίποτα δε γινόταν πια στην ώρα του. Έτσι κυλούσαν τα χρόνια, μέχρι που κάποτε γεννήθηκε στη μια μεριά (μιμούμαστε το μωρό, το ταχτάρισμα, το νανούρισμα) ένα αγόρι, ο Τομ, που μπορούσε να μιλάει. Όταν έγινε εφτά χρονών, ο Τομ άρχισε ξαφνικά να... λέει την ώρα! Όλοι τότε τον ρωτούσαν (ψιθυριστά): «Τι ώρα είναι;». – Τομ, τι ώρα είναι; Πρέπει να πάω και στον γιατρό (ψιθυριστά, βραχνά). – Η ώρα είναι έξι. – Σε λίγο φεύγω για ταξίδι, πες μου την ώρα (ψιθυριστά, με τρέμουλο). – Η ώρα είναι οχτώ. Έτσι, ο Τομ αποφάσισε να λύσει το πρόβλημα με την ώρα κρεμώντας στον λαιμό του ένα ταμπούρλο, για να διαλαλεί τον χρόνο. Κάθε μία ώρα έβγαινε στον δρόμο και χτυπώντας το ταμπούρλο διαλαλούσε δυνατά: «Η ώρα είναι έξι!», «Η ώρα είναι εφτά!». Τότε ο Τομ σκέφτηκε πως θα ήταν χρήσιμος και στην άλλη πολιτεία. Γι’ αυτό προτιμούσε να φωνάζει την ώρα στην όχθη του ποταμού, ώστε να τον ακούν και οι απέναντι. Με τον καιρό δεν άντεξε και πέρασε στην άλλη μεριά, όπου όλοι ήδη τον γνώριζαν και τον αγαπούσαν. Γνώρισε κι ένα κοριτσάκι, που το έλεγαν Μαρία. Έγιναν φίλοι και από τότε έλεγαν μαζί την ώρα. Εκείνη χτυπούσε το ταμπούρλο κι αυτός φώναζε. Σιγά σιγά γνώρισε κι άλλα παιδιά από την άλλη πολιτεία. Έγιναν φίλοι, παίζανε μαζί και βάλανε σκοπό να ενώσουν τη χωρισμένη πολιτεία. Μια μέρα ο Τομ χάθηκε. Έλειψε τρεις μέρες κι όλοι ανησύχησαν... και στις δυο μεριές. Βγήκαν όλοι με λάμπες στο δάσος (ήχοι δάσους) να τον ψάξουν, αλλά, για να τον βρουν, ο ένας μετά τον άλλο, ξεχνώντας ότι δεν είχαν δυνατή φωνή, άρχισαν να φωνάζουν με αγωνία: «Τοοοομ, Τοοομ, Τοοοοομ!». Και επειδή τον έψαχναν όλοι μαζί, ενωμένοι, ξαναβρήκαν και την κανονική φωνή τους! Πανηγύρισαν (ζητωκραυγές) μόλις τον είδαν ξανά και έχτισαν όλοι μαζί ξανά το γεφύρι (χωρίζουμε τα παιδιά σε δύο ομάδες. Η Α ομάδα παίζει και η Β ομάδα παίζει με κλάβες , ταυτόχρονα). |
2. Ο μικρός θλιμμένος ήχος* Διασκευή: Ελένη Τσούτσια-Λουλάκη
ια μέρα ο πιο μικρούλης από την παρέα των ήχων ξέφυγε κι άρχισε να κατρακυλάει στο χορτάρι (glissandi στο μεταλλόφωνο, lotos flute). Ένας καινούριος άγνωστος κόσμος άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά του, που δεν προλάβαινε να τον χορταίνει. Έτρεχε ανέμελα από εδώ και από εκεί, τραγουδούσε, φώναζε, χαμογελούσε στα λουλούδια, μουρμούριζε στο ποταμάκι (αδειάζουμε ένα ποτήρι νερό σε ένα άλλο), έπαιζε με τον ήλιο (tremolo στο πιατίνι) και τη σκιά των δέντρων του μεγάλου δάσους. Ήταν τόσο ευχαριστημένος και χαρούμενος από τη νέα του περιπέτεια, που χωρίς να το καταλάβει, ξεμάκρυνε πολύ και χάθηκε (νότες στο ξυλόφωνο ή στο μεταλλόφωνο, ξεκινώντας από τα ψηλά προς τα χαμηλά με diminuento). * Ridout, A. (1987). Little sad sound. Wien: Ed. Yorke. |
Άρχισε να φωνάζει τους φίλους του, όμως δεν του απαντούσε κανείς. Η ώρα περνούσε κι αυτός τρόμαζε όλο και πιο πολύ, καθώς κανείς δεν ερχόταν να τον αναζητήσει. Το σκοτάδι απλωνόταν σιγά σιγά κι αυτός λυπημένος σκεφτόταν: «Ίσως δεν υπάρχει κανείς που να μ’ αγαπάει και να με χρειάζεται, αισθάνομαι τόσο μόνος». Μελαγχόλησε τόσο, που ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του (ποτηρόφωνο). Στο μεταξύ, κάπου στο λιβάδι, στην παρέα των ήχων κατάλαβαν πως έλειπε ο Μικρότερος. – «Μμ... καλύτερα», έλεγε ο Μεσαίος, «μ’ αυτή την τσιριχτή φωνή ήταν ώρες ώρες τόσο εκνευριστικός...» (παίζουμε στη μεσαία περιοχή του ξυλόφωνου). – «Όλο προβλήματα μας προκαλούσε...», συνηγορούσε ένας από τους Χαμηλούς (παίζουμε στη χαμηλή περιοχή του ξυλόφωνου). – «Καθόλου δεν τον χρειαζόμαστε», αποφάσισε ο Χαμηλότερος. Κι άρχισαν να στήνουν τα μουσικά παιχνίδια τους (αυτοσχεδιασμοί στα μουσικά όργανα) παίζοντας όλοι μαζί σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Κάτι όμως δεν τους πήγαινε. Κάτι δεν έδενε. Κάτι έλειπε... Κάτι τόσο δα μικρό! – «Είναι αυτός... είναι ο Μικρός που μας λείπει!», είπε ο Μεσαίος δειλά δειλά. – «Τον χρειαζόμαστε σίγουρα», είπε ένας από τους Μικρούς, που είχε μείνει χωρίς παρέα... – «Ναι, σίγουρα, αυτός λείπει!», συμφώνησε κι ο πιο Χαμηλός. Έτσι, σιγά σιγά, όλοι παραδέχτηκαν πως χωρίς τον Μικρότερο δεν μπορούσαν να γίνουν όλοι μαζί μια μουσική. Ξεκίνησαν (σε τέμπο εμβατηρίου) λοιπόν για το δάσος (ήχοι δάσους). Έψαχναν, φώναζαν με αγωνία και όλο το δάσος αντηχούσε από τα καλέσματά τους, ψιλά, μεσαία και χαμηλά, άλλα δυνατά, άλλα σιγότερα. Ώσπου, ξάφνου, ο μικρούλης θλιμμένος ήχος εμφανίστηκε μπροστά τους (ήχος από ντέφι ή τρίγωνο). Και τόσο θερμά τον καλωσόρισαν, τόσες χαρές έκαναν, ώστε εκείνος ένιωσε πως ήταν το κέντρο του μουσικού κόσμου! Κι η θλίψη του σκορπίστηκε στον αέρα και χάθηκε (σωλήνας ηλεκτρολόγου). Και έπαιξαν όλοι μαζί χαρούμενη μουσική, που δεν της έλειπε τίποτα, καθώς ήταν η πιο υπέροχη μουσική όλου του κόσμου! |
3. Ο λυράρης κι η νεράιδα* Διασκευή: Ελένη Τσούτσια-Λουλάκη ια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παλικάρι, ο Λάμπρος, ο οποίος το μόνο που ήθελε στη ζωή του ήταν να παίζει καλά τη λύρα (ηχητικό απόσπασμα λύρας). Τον έστειλε ο πατέρας του στον καλύτερο λυράρη, μα ο Λάμπρος γρήγορα ξεπέρασε τον δάσκαλο κι ήθελε να μάθει παραπάνω. Σαν μεγάλωσε λιγάκι, ο πατέρας του τον έστειλε και στον δάσκαλο της πολιτείας, μα ούτ’ εκείνος ήταν αρκετός για τον Λάμπρο. Ο πατέρας του θύμωσε και του είπε πως έπρεπε να βρει μια δουλειά και να αφήσει τη λύρα, μα ο Λάμπρος απάντησε πως θα γίνει λυράρης, αλλά ακόμα δεν ξέρει να παίζει όπως θέλει η καρδιά του. Έφυγε λοιπόν για να μάθει την τέχνη του. Μετά από μέρες συνάντησε έναν γέροντα, που του είπε πως μόνο οι νεράιδες μπορούσαν να τον μάθουν να παίζει λύρα έτσι όπως ήθελε. Έπρεπε να πάει νύχτα στο δάσος, να βρει ένα σταυροδρόμι, εκεί να χαράξει έναν κύκλο, να σταθεί μέσα του και να μη βγει με τίποτα μέχρι το πρωί. Πράγματι, αυτό έκανε αμέσως. Όταν ήρθαν μεσάνυχτα, εμφανίστηκαν οι νεράιδες που χόρευαν και τραγούδαγαν. Ο Λάμπρος έπαιζε τη λύρα του και κρατιότανε να μη βγει να χορέψει μαζί τους. Εκείνες προσπαθούσαν να τον παρασύρουν κι αυτός έπαιζε αγέρωχος λύρα. Η πιο μικρή νεράιδα του ζήτησε τη λύρα για να παίξει. Έπαιξε, κι ο Λάμπρος μαγεύτηκε, μα δεν την άκουσε όταν τον προέτρεψε να βγει έξω από τον κύκλο, για να του μάθει την τέχνη της λύρας. Λίγο πριν ξημερώσει, οι νεράιδες το πήραν απόφαση κι εκεί που ετοιμάζονταν να φύγουν, η μικρή ζήτησε ένα αντάλλαγμα, για να τον μάθει να παίζει τη λύρα. Εκείνος έβγαλε έξω το μικρό του δαχτυλάκι. Η νεράιδα το έκοψε και έφυγε. Ο Λάμπρος τότε άρχισε να παίζει και η πλάση γύρω του μαγεύτηκε. Από τότε έχουν να λένε, για όποιον παίζει επιδέξια τη λύρα, πως έμαθε την τέχνη στο σταυροδρόμι με τις νεράιδες. * Παπαλουκά, Φ. (1967). «Ο λυράρης κι η νεράιδα», στοΙστορίες σαν παραμύθια. Αθήνα: Αστήρ . Πολίτης, Ν. (1904). «Ο λυράρης κι η νεράιδα», στο Παραδόσεις. Αθήνα: Ιστορική Έρευνα . Στη συγκεκριμένη ηχοϊστορία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ηχητικά αποσπάσματα από την κρητική, ποντιακή και πολίτικη λύρα. |
4. Ο πολύχρωμος μαρκαδόρος και η τελεία* Διασκευή: Μαρία Αργυρίου ια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια μαύρη τελεία. Κατοικούσε στη χώρα του κατάλευκου χαρτιού, μόνη της, κρεμασμένη στο κενό. Το μόνο που γνώριζε ήταν η σιωπή. Ξαφνικά μια μέρα ένιωσε κάτι παράξενο, που την έκανε να θέλει να κινηθεί. Ήταν ο άνεμος που φυσούσε απαλά και την έκανε να ζαλίζεται. Σιγά σιγά όμως συνήθισε και της άρεσε. Έτσι, όταν ο άνεμος δυνάμωνε, εκείνη χόρευε με άνεση και με χάρη, ενώ, όταν ηρεμούσε, άφηνε τον άνεμο να την παρασύρει ψηλά, στην άκρη της χώρας του κατάλευκου χαρτιού, με τα μάτια κλειστά. Απορροφημένη από το παιχνίδι της, δεν είχε καταλάβει ότι λίγο ήθελε για να βγει έξω από * Tζουγανάτου, Α. (1997). «Καμιά φορά και κανέναν καιρό τελεία», στο περιοδικό Ρυθμοί. Αθήνα: ΕΣΜΑ, τ. 34, σ. 83. |
τη χώρα, όταν ξάφνου εμφανίστηκε από το πουθενά ένας πολύχρωμος μαρκαδόρος, που σιγoτραγουδούσε: O μαρκαδόρος ο παλιός που τώρα πια δε γράφει, δε θέλει να ’ναι άχρηστος ούτε για το καλάθι. Θέλει να γίνει όργανο, να παίζει, να φωνάζει κι έτσι, αντί για ζωγραφιές, ήχους τρελούς να βγάζει.
Και μεμιάς ρίχτηκε στο χαρτί και πολύχρωμες πιτσιλιές από χρώματα άρχισαν να πέφτουν και να βγάζουν αλλόκοτες φωνές. Η τελεία σάστισε... Το μαγευτικό θέαμα συνεχίστηκε με σχήματα και χρώματα να φτιάχνουν παράξενους συνδυασμούς, μέχρι που εμφανίστηκε ένας πολύ περίεργος τύπος με ψηλό καπέλο. Άρχισε να φωνάζει τα πολύχρωμα σχήματα με ονόματα, προσπαθώντας να τα βάλει σε τάξη, και τότε... άρχισε ένα γοητευτικό ταξίδι από ήχους στη χώρα του κατάλευκου χαρτιού. Όλα έμοιαζαν να χορεύουν από τα χαμηλά στα ψηλά κι ανάποδα. Κι η μαύρη τελεία αποφάσισε να πάει κοντά τους. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και έκανε μια βουτιά στο απέραντο λευκό. Ο πολύχρωμος μαρκαδόρος όχι μόνο τη συντρόφευε σε κάθε βήμα της, αλλά και τη μεταμόρφωνε άλλοτε σε αέρα κι άλλοτε σε κλωστή. Άλλοτε πάλι τη μεταμόρφωνε σε τεντωμένη μεμβράνη με τις χρωματιστές πιτσιλιές να πέφτουν πάνω της. Και τότε γεννήθηκε ένα τραγούδι. Και η τελεία ταξίδεψε παρέα με τον μαρκαδόρο πάνω σε κατακόρυφα χρυσά φύλλα, σε διάφανα νερά και θάλασσες. Η τελεία τα έζησε και τα είδε όλα! Κι άρχισε να αναπολεί το ταξίδι της επιστροφής... Ο δρόμος μακρύς και κουραστικός, αλλά η επιστροφή έκρυβε μια έκπληξη! Αμέτρητες τελείες την περίμεναν καρτερικά, για να τους διηγηθεί όλα όσα γνώρισε. Τι υπέροχο να έχει κανείς τόσους φίλους! Τι υπέροχο να τους μαθαίνει να διασκεδάζουν, να τραγουδούν, να φτιάχνουν σχήματα και μελωδίες! |
5. Ο μικρός κάστορας και η Ηχώ* Διασκευή: Μαρία Αργυρίου ιια φορά κι έναν καιρό ένας μικρός κάστορας ζούσε ολομόναχος στην άκρη μιας λίμνης, χωρίς αδέλφια και φίλους. Μια μέρα τον έπιασε το παράπονο και άρχισε να κλαίει. Όσο περνούσε η ώρα, το κλάμα γινόταν όλο και πιο δυνατό. Ξαφνικά άκουσε κάτι παράξενο. Από την άλλη άκρη της λίμνης κάποιος έκλαιγε μαζί του. Ο μικρός κάστορας σταμάτησε να κλαίει, για να ακούσει. Αμέσως σταμάτησε κι ο άλλος. –– «Μπου... χου... χουου», έκανε. – «Μπου... χου... χουου», του απάντησε και η φωνή από την άλλη πλευρά της λίμνης. – «Είμαι μόνος μου, χρειάζομαι έναν φίλο», είπε. – «Είμαι μόνος μου, χρειάζομαι έναν φίλο», είπε και η φωνή από την απέναντι πλευρά. Ο μικρός κάστορας μπήκε γρήγορα στη βάρκα του και ξεκίνησε για να βρει ποιος του απαντούσε. Η λίμνη όμως ήταν πολύ μεγάλη. Κάποτε είδε μια μικρή πάπια να κολυμπά και της είπε: – «Ψάχνω κάποιον που χρειάζεται έναν φίλο. Εσύ ήσουν που έκλαιγες;» – «Πραγματικά χρειάζομαι έναν φίλο, αλλά δεν ήμουν εγώ», είπε η πάπια. – «Θα γίνω εγώ φίλος σου», είπε ο μικρός κάστορας. «Έλα μαζί μου». Πιο κάτω συναντούν μια ενυδρίδα. – «Ψάχνουμε κάποιον που χρειάζεται έναν φίλο. Εσύ ήσουν που έκλαιγες;» – «Πραγματικά χρειάζομαι έναν φίλο, αλλά δεν έκλαιγα εγώ», είπε η ενυδρίδα. – «Θα γίνουμε εμείς φίλοι σου», είπαν και οι δύο. «Έλα μαζί μας».
* Το απόσπασμα είναι από την ιστορία του MacDonald, A. (1990). O μικρός κάστορας και η Ηχώ, μτφρ. Ρ. Ρώσση-Ζαΐρη. Αθήνα: Ρώσσης. Θα το βρείτε στο Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων Α'και Β'Δημοτικού (σελ.101-104). Οι δραστηριότητες που προτείνονται στο βιβλίο μπορούν να συνδυαστούν με δραστηριότητες επέκτασης και για τη συγκεκριμένη ηχοϊστορία. |
Κωπηλατούσαν συνέχεια, μέχρι που είδαν μια χελώνα να λιάζεται ολομόναχη πάνω σε έναν βράχο. – «Ψάχνουμε κάποιον που χρειάζεται έναν φίλο. Εσύ ήσουν που έκλαιγες;» την ρώτησαν και οι τρεις. – «Πραγματικά χρειάζομαι έναν φίλο, αλλά δεν έκλαιγα εγώ», είπε η χελώνα. – «Θα γίνουμε εμείς φίλοι σου. Πήδηξε μέσα». |
Έτσι κωπηλατούσαν και κωπηλατούσαν, μέχρι που έφτασαν στην άλλη άκρη της λίμνης, όπου ζούσε ένας σοφός κάστορας σε ένα σπίτι από λάσπη. Ο μικρός κάστορας του είπε την ιστορία και ο σοφός κάστορας του απάντησε: – «Δεν ήταν η πάπια, δεν ήταν η ενυδρίδα, αλλά ούτε και η χελώνα. Ήταν η Ηχώ. Όπου κι αν βρίσκεσαι, η Ηχώ είναι πάντοτε στην απέναντι πλευρά της λίμνης». – «Μα γιατί όμως κλαίει;», ρώτησε ο κάστορας. – «Όταν είσαι εσύ θλιμμένος, είναι θλιμμένη και η Ηχώ. Όταν είσαι ευτυχισμένος, το ίδιο ευτυχισμένη είναι κι αυτή», συνέχισε να λέει ο σοφός κάστορας. – «Μα πώς μπορώ να τη βρω και να γίνω κι εγώ φίλος της; Δεν έχει κανέναν φίλο, όπως κι εγώ». – «Έχεις εμένα», είπε η πάπια. – «Κι εμένα», είπε η ενυδρίδα. – «Κι εμένα», είπε η χελώνα. Ο μικρός κάστορας τα ’χασε. – «Ναι, έχω πολλούς φίλους τώρα!» είπε δυνατά... και από την άλλη άκρη της λίμνης μια φωνή τού απάντησε: – «Ναι, έχω πολλούς φίλους τώρα!». Και όλοι γέλασαν με την καρδιά τους. |