Tο ζώο προχωρούσε αργά αργά κι ο Λάμπης πίσω του με το σκούφο του χαμηλά στ' αυτιά και τα χέρια χωμένα στις τσέπες, ώσπου φτάσανε στο Ξέφωτο, κοντά στο δάσος. Το φεγγάρι είχε ανέβει τώρα στον ουρανό κι ασήμωνε δέντρα και κλαδιά με το φως του. Κι εκεί που περπατούσανε, βλέπει ξαφνικά το παιδί ένα πράγμα, χλαπ! να πηδάει στο σαμάρι του μουλαριού, ανάμεσα στα δυο σακιά με το αλεύρι. Το μουλάρι τρόμαξε κι άρχισε να τρέχει.
— Σιγά σιγά, φιλαράκο μου, ακούστηκε τότε μια φωνίτσα ψιλή και δυο χεράκια τριχωτά έπιασαν το καπίστρι* και το σταμάτησαν, κι ένα κεφάλι γύρισε πίσω και κοίταξε το παιδί.
— Γεια σου Λάμπη! φώναξε χαρούμενα.
Ο Λάμπης είδε στο φως του φεγγαριού ένα κοντό ανθρωπάκι με τριχωτό μούτρο, μεγάλο στόμα και δυο ματάκια που μπιρμπιλίζανε* γεμάτα πονηριά και στη στιγμή κατάλαβε τι ήταν.
«Δυστυχία μου», είπε μέσα του, «καλικάντζαρος!» κι έκλεισε το στόμα του σφιχτά.
— Καλικάντζαρος, μάλιστα! είπε αυτός, σαν να κατάλαβε τι συλλογίστηκε το παιδί. Φοβήθηκες;
Μα ο Λάμπης δεν άνοιξε το στόμα του ν' απαντήσει.
— Φοβάσαι, Λάμπη; ρώτησε πάλι ο καλικάντζαρος.
Μιλιά ο Λάμπης.
— Γιατί τρόμαξες, δε μ' ακούς;
— Δε..., δε θα μου κάνεις κακό; ψιθύρισε τέλος ο Λάμπης ξεψυχισμένα.
— Κακό; Και γιατί να σου κάνω κακό; είπε ο καλικάντζαρος.
— Δε...δε...δε θα μου πάρεις τη μιλιά; ρώτησε τρομαγμένος ο Λάμπης.
— Χι, χι, χι...να σου πάρω τη μιλιά; γέλασε με την καρδιά του ο καλικάντζαρος. Αμή, εγώ ο κακομοίρης κάνω πώς και πώς να βρω κανένα να κουβεντιάσω, που στενοχωριέμαι μόνος μου στις ερημιές, κι εσύ λες να σου πάρω τη μιλιά; Τι να την κάνω τη μιλιά σου, Λάμπη μου; Η δική μου με φτάνει και με παραφτάνει. Μίλα ελεύθερα, δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς από μένα!
Του Λάμπη πήγε η καρδιά του στον τόπο της κι είπε μέσα του: «Ωραία! ... να που είδα και καλικάντζαρο! ... τυχερός είμαι!»
— Πώς σε λένε; ρώτησε τότε ξεθαρρεμένος.
— Τραγοπόδη! Εξαιτίας των ποδαριών μου που είναι τραγίσια, είπε ο καλικάντζαρος.
— Ω! δε φαίνεται πολύ, φώναξε ο Λάμπης. Αν μάλιστα δε μου το 'λεγες, ούτε θα το πρόσεχα καθόλου. Τα μάτια σου όμως είναι πολύ έξυπνα και καταλαβαίνει κανείς πως το μυαλό σου είναι ανθρωπινό.
Ο Τραγοπόδης ευχαριστήθηκε μ' αυτά τα λόγια.
— Είσαι ευγενικό παιδί, Λάμπη, είπε. Και μια που το 'φερε η τύχη να γνωριστούμε, πες μου τι πράγμα θέλεις να σου κάνω.
Ο Λάμπης συλλογίστηκε πάλι κάμποση ώρα.
— Τότε αυτό που θέλω πιο πολύ είναι να γίνει καλά η θεια-Μαριώ, η γειτόνισσά μας. Είναι άρρωστη πολλές μέρες τώρα κι έχει δυο μικρά παιδιά. Την αγαπάμε πολύ τη θεια-Μαριώ. Τα βράδια έρχεται σπίτι μας και κάθε χρόνο σαν απόψε, την Παραμονή, ψήνουμε μαζί τις τηγανίτες στο τζάκι και λέμε παραμύθια.
— Λάμπη, είπε ο Τραγοπόδης, βλέπω πως δεν είσαι μονάχα ευγενικό παιδί, μα και καλό, κι είμαι ευχαριστημένος που σε γνώρισα. Αυτό που ζητάς θα γίνει. Εμένα όμως τι θα μου δώσεις; Γιατί κάτι πρέπει να μου δώσεις κι εσύ, έτσι είναι ο νόμος των καλικαντζάρων.
Ο Λάμπης έξυσε το κεφάλι του.
— Τι να σου δώσω; έκανε. Θέλεις το λάστιχό μου; είναι καινούριο.
— Όχι, είπε ο Τραγοπόδης, δε μου χρειάζεται. Θα μου δώσεις πέντε τηγανίτες μεγάλες και καλοψημένες με μπόλικο μέλι απάνω. Σύμφωνοι;
— Σύμφωνοι! φώναξε ο Λάμπης ολόχαρος, που γλίτωσε το λάστιχό του.
Όμως πού θα σε βρω να σου τις δώσω;
— Θα τις βάλεις τα μεσάνυχτα έξω στο πεζούλι της αυλής σας κι εγώ θα 'ρθω να τις πάρω. Και τώρα, γεια σου, πάω λιγάκι στο μύλο του μπαρμπα-Σταύρου. Κι όπως η θεια-Σταύραινα είναι αφηρημένη πού και πού, θα καταφέρω να της αρπάξω καμιά σπανακόπιτα.
— Γειά σου, Τραγοπόδη, είπε ο Λάμπης.
Ο καλικάντζαρος με δυο πηδήματα πέρασε το ξέφωτο και χώθηκε στο δάσος κι ο Λάμπης με το μουλάρι του τράβηξε κατά το χωριό. Σαν έφτασε στο σπίτι του, ξεφόρτωσε το αλεύρι, πήγε το μουλάρι στο στάβλο κι ύστερα μαζί με τον πατέρα του έμπασαν τα σακιά στο σπίτι. Η Ασημούλα ζύμωσε γρήγορα γρήγορα κι έβαλε το ζυμάρι κοντά στη φωτιά ν' ανεβεί. Κι όταν ανέβηκε και φούσκωσε και ξεχείλισε στη λεκάνη, η μάνα έστησε το τηγάνι στη φωτιά και η Ασημούλα κάθισε δίπλα στο σοφρά* κι άρχισε να πλάθει τις τηγανίτες.
Ο νους του Λάμπη ήταν αλλού.
«Λες να με γέλασε ο καλικάντζαρος;» έλεγε μέσα του και καθόταν στο σκαμνάκι του αμίλητος και συλλογισμένος.
Πέρασε κάμποση ώρα. Κι έξαφνα... έξαφνα η πόρτα άνοιξε βιαστικά κι η θεια-Μαριώ μπήκε μέσα γελαστή, τυλιγμένη στο μάλλινο σάλι της. Πίσω ακολουθούσανε τα παιδιά της.
— Θεια-Μαριώ! φώναξε ο Λάμπης ολόχαρος κι έτρεξε να βάλει ένα σκαμνί στη γωνιά. Θεια-Μαριώ καλωσόρισες! Είσαι καλά τώρα;
— Καλά, παιδάκι μου, είπε η θεια-Μαριώ με χαμόγελο, καλώς σας βρήκα!
Και κάθισε στο σκαμνί της.
Τα παιδιά γύρω στο σοφρά πλάθανε τηγανίτες. Η Ασημούλα έπλαθε ανθρωπάκια και κουλουράκια και τα παιδιά της θειας-Μαριώς πλάθανε μαργαρίτες και μπαστουνάκια. Κι ο Λάμπης έπλασε πέντε μεγάλες τηγανίτες, που ψηθήκανε και ροδοκοκκινίσανε μέσα στο λάδι τους. Τις μέλωσε ο ίδιος καλά καλά, τις έβαλε σ' ένα πιατάκι και πήγε και τις άφησε έξω, στο πεζούλι της αυλής.
— Τραγοπόδη, είπε, σου 'φερα τις τηγανίτες σου! Δε με γέλασες! Σ' ευχαριστώ!
Και μπήκε μέσα στην κάμαρα για ν' ακούσει το παραμύθι.