Τίτος Πατρίκιος, «Το σπίτι»

Ι

Το σπίτι όπου πραγματικά μεγάλωσα

ήταν ένα διαμέρισμα στον τελευταίο όροφο

μιας πολυκατοικίας ίδιας με βαπόρι

σε ύψος ξεπερνούσε όλα τα διπλανά της σπίτια.

Απ' την ταράτσα εποπτεύαμε την Αθήνα

ή κατεβαίναμε την ώρα του συναγερμού

στο υπόγειο καταφύγιο, εγώ τους το 'σκαγα

κι ανεβοκατέβαινα με το ασανσέρ

που τότε δεν είχε κανείς συμμαθητής μου.

Όταν τελείωνα με τα μαθήματα, τ' αρχαία

τα μαθηματικά, τα γαλλικά, τα εγγλέζικα

ακόμα και το πιάνο, έπαιρνα το ποδήλατο

έκανα βόλτες με πηδηχτή ανάβαση

κι άλλα κόλπα κι ονειρευόμουνα μοτοσακό,

ή πάλι άκουγα μουσική από δίσκους

που έβαζα στο ραδιογραμμόφωνο RCA.

Το διαμέρισμα ήταν μεγάλο, με σαλοτραπεζαρία

γραφείο για τον πατέρα μου, για μένα

κρεβατοκάμαρες χωριστές για όλους

ακόμα και για τη γιαγιά και κάποιους θείους.

Βέβαια δεν ήτανε δικό μας, η πολυκατοικία

ανήκε ολόκληρη σ' έναν εισαγωγέα χάρτου

όμως εμείς το λέγαμε «το σπίτι μας»

δίχως καθόλου να μας νοιάζει.

Για να τα πεις όλα για ένα σπίτι

πρέπει να χτίσεις ένα πιο μεγάλο από λόγια

και τα πολλά λόγια στην ποίηση δεν χρειάζονται

μα τώρα ούτε κι αυτό με νοιάζει.

 

[απόσπασμα από το περιοδικό Διαβάζω, Ιούνιος – Αύγουστος 2009]

info