αντικειμενοθέατρο: Είδος κουκλοθέατρου, όπου οι κούκλες-ήρωες έχουν αντικατασταθεί από αντικείμενα-ήρωες. Τα θέματά του είναι παρμένα από τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Τα παιδιά-θεατές με την ενεργό συμμετοχή τους καθορίζουν την εξέλιξη και το τέλος του μύθου ή της φανταστικής υπόθεσης του έργου,
αποικιοκρατία: Καθεστώς, σύμφωνα με το οποίο ορισμένες χώρες αποτελούν κτήσεις άλλων χωρών, δυνατών και πλούσιων, και επηρεάζονται στρατιωτικά, οικονομικά και πολιτικά απ' αυτές.
αρχαιοκαπηλία: Το παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων, με τη μορφή, κυρίως, της παράνομης εξαγωγής και πώλησής τους στο εξωτερικό.
αυτοβιογραφία: Αφηγηματικό κείμενο στο οποίο ο συγγραφέας εκθέτει τα γεγονότα της ζωής του, γράφει ο ίδιος τη βιογραφία του.
βουδισμός: Η θρησκεία πολλών λαών, κυρίως της Ανατολής. Στηρίζεται στη διδασκαλία του Βούδα. Σύμφωνα μ' αυτήν, πηγή της δυστυχίας και του πόνου είναι ο εγωισμός. Αν ο άνθρωπος απαλλαγεί απ' αυτόν, θα επιτύχει την ένωσή του με το Θεό και την τελειότητα.
βυζαντινή τέχνη: Η τέχνη που αναπτύχθηκε στις περιοχές της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (330-1453 μ.Χ.), καθώς και αυτή που δημιουργήθηκε κάτω από την άμεση επίδραση των Βυζαντινών Περιλαμβάνει αγιογραφίες, ζωγραφική σε ξύλο, ψηφιδωτά, εικονογράφηση χειρογράφων. Γαλλική Επανάσταση (1789): Επανάσταση του λαού, που ανέτρεψε το καθεστώς των αριστοκρατών και το βασιλιά στη Γαλλία. Γα συνθήματα, της ελευθερία - νσότητα - αδελφότητα αποτέλεσαν ορόσημα για τους καταπιεσμένους λαούς.
γνωμική διάθεση: Η τάση να εκφράζει και να διατυπώνει κάποιος τη γνώμη του και τις ιδέες του επιγραμματικά, δηλαδή με συντομία και με τρόπο περιεκτικό και διδακτικό.
δημοτικά τραγούδια: Τραγούδια φτιαγμένα από το λαό, που διαδίδονταν με τον προφορικό λόγο. Αναφέρονταν σε θέματα της καθημερινής ζωής (γέννηση, θάνατο, έρωτα, ελευθερία, ξενιτιά). Η μουσική τους ήταν επίσης λαϊκής έμπνευσης.
δημοτικισμός: Γλωσσικό κίνημα που υποστήριξε και προώθησε στο γραπτό και προφορικό λόγο την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας, δηλαδή της γλώσσας του λαού. Μεγάλη διάδοση γνώρισε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν ξέσπασε έντονη διαμάχη μεταξύ των οπαδών της καθαρεύουσας και της δημοτικής γλώσσας, διαπολιτισμικός: Αυτός που αναφέρεται σε διάφορους πολιτισμούς ή συνδυάζει και αφομοιώνει δημιουργικά στοιχεία από διάφορους πολιτισμούς.
διασκευασμένα αποσπάσματα: Τροποποιημένα τμήματα ενός λογοτεχνικού έργου. Η διασκευή έχει σχέση κυρίως με τη μορφή ή τη γλώσσα του έργου και αποβλέπει στην προσαρμογή του σε νέες ανάγκες, δικτατορία των συνταγματαρχών: Το δικτατορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου (1967- 1974), που κατέλυσε τη δημοκρατία στην Ελλάδα.
διπλωματική καριέρα: Η επαγγελματική σταδιοδρομία του διπλωμάτη, δηλαδή του επίσημου αντιπρόσωπου ενός κράτους σε μια ξένη χώρα.
δοκίμιο: Λογοτεχνικό κείμενο με περιορισμένη έκταση, που εκφράζει την προσωπική θέση του συγγραφέα του πάνω σε συγκεκριμένο θέμα (κοινωνία, πολιτική, επιστήμη κ.ά.).
δοκιμιογράφος: Ο συγγραφέας δοκιμίων (βλέπε τη λέξη «δοκίμιο»). Εθνική Αντίσταση: Ο αγώνας των Ελλήνων ενάντια στις δυνάμεις κατοχής (των Ιταλών και Γερμανών) στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου πολέμου.
εθνικός: Ο ειδωλολάτρης για τους πρώτους χριστιανούς.
ελληνοκεντρικός: Αυτός που έχει κύριο σημείο αναφοράς του την Ελλάδα και τους Έλληνες.
έντεχνο τραγούδι: Τραγούδι συνήθως λαϊκό, που το έχει συνθέσει πρόσωπο με μουσικές γνώσεις. Οι ρίζες του βρίσκονται στην παραδοσιακή μουσική και στο ρεμπέτικο τραγούδι, μπορεί όμως να έχει δεχτεί επιδράσεις και από τη Δύση ή από την παράδοση της Ανατολής.
επιστημονικής φαντασίας έργα: Βιβλία με ιστορίες εξωπραγματικές, σε φανταστικό χώρο και χρόνο. Η υπόθεσή τους αναφέρεται στο μέλλον. Για τις ιστορίες αυτές αντλούνται συνήθως γνώσεις από την τεχνολογία και την επιστήμη.
έπος: Ποίημα μεγάλης έκτασης, που εξυμνεί κατορθώματα θεών και ηρώων.
Επτανησιακή Σχολή: Λογοτεχνική Σχολή που ξεκινά πριν από το 1800 και συνεχίζεται περίπου ως τα τέλη του 19ου αι. Κύριοι εκπρόσωποι της ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ανδρέας Κάλβος, ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ο Λορέντζος Μαβίλης, ο Ανδρέας Λασκαράτος. Στα χαρακτηριστικά της εντάσσονται η πατριδολατρία, η συμφωνία θεωρίας και πράξης, η καλλιέργεια της δημοτικής γλώσσας και η έμφαση στη μορφή του λογοτεχνικού έργου, ηθικοδιδακτικός: Αυτός που διδάσκει το ηθικό, το καλό, και αποτρέπει από το κακό. Ο ηθικοδιδακτισμός έχει χαρακτήρα συμβουλευτικό και υποχρεωτικό, ηθογραφικό διήγημα: Σύντομο αφηγηματικό κείμενο που αποδίδει με πιστό τρόπο τα ήθη και τα έθιμα, και γενικά τον τρόπο ζωής μικρών κοινωνικών χώρων, θυμοσοφία: Η σοφία που την προκαλεί το ένστικτο και εφαρμόζεται έμπρακτα στην καθημερινή ζωή. Η θυμοσοφία στηρίζεται στην ψύχραιμη αντιμετώπιση των δυσκολιών και στην απλή εμπειρική γνώση, ιμπρεσιονισμός: Το σημαντικότερο κίνημα στην τέχνη του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Ο όρος προέρχεται από τη γαλλική λέξη impression (=εντύπωση). Οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφιζαν συνήθως τοπία και τους ενδιέφερε ν' αποδώσουν την επίδραση του φωτός πάνω στα πράγματα, τις χρωματικές εναλλαγές ανάλογα με την ένταση του φωτός και το φευγαλέο γεγονός της οπτικής εντύπωσης.
Ιόνιος Ακαδημία: Το πρώτο ανώτατο πνευματικό ίδρυμα του νεότερου Ελληνισμού. Ιδρύθηκε το 1824 στην Κέρκυρα από τον Αγγλο φιλέλληνα Γκίλφορδ. Πρώτος διευθυντής της ήταν ο Ανδρέας Μουστοξύδης, καρτούν: Σατιρικό σκίτσο με συγκεκριμένο κοινωνικό ή πολιτικό μήνυμα. Στον κινηματογράφο και στο βίντεο είναι η τεχνική των κινούμενων σχεδίων.
κολάζ: Σύνθετη τεχνική της ζωγραφικής. Εκτός από τα πρωτότυπα ζωγραφικά σχέδια ο καλλιτέχνης επικολλά στην επιφάνεια του έργου του διάφορα υλικά (φωτογραφίες, υφάσματα, αποκόμματα εφημερίδων κ.ά.). Στην ελληνική γλώσσα η λέξη κολάζ έχει αποδοθεί από τον ποιητή Οδυσσέα Ελύτη ως «συνεικόνες».
Κρητική λογοτεχνία: Η λογοτεχνία που άκμασε το 16ο και 17ο αι. (1570-1669) στην Κρήτη. Το είδος που καλλιεργήθηκε περισσότερο υπήρξε το θέατρο. Εκπρόσωποι: Γεώργιος Χορτάτσης, Μ.Α. Φόσκολος και Βιτσέντζος Κορνάρος (που έγραψε τον περίφημο Ερωτόκριτο).
κριτικές μελέτες - κριτικό έργο: Κείμενα που εκφράζουν τη γνώμη ενός συγγραφέα- κριτικού για τα θετικά ή αρνητικά χαρακτηριστικά ενός έργου.
κριτική: Ο εντοπισμός των θετικών ή αρνητικών στοιχείων ενός έργου, μιας πράξης, μιας ενέργειας. Στόχος της είναι η αντικειμενική εξέταση, με σκοπό την προβολή των προτερημάτων και την αποφυγή των ελαττωμάτων, κριτικός: Αυτός που σχολιάζει, κρίνει και αιτιολογεί καλλιτεχνικά έργα (του θεάτρου, του κινηματογράφου, της λογοτεχνίας κ.λπ.). |
|
κυβισμός: Κίνημα της μοντέρνας τέχνης. Άκμασε στις αρχές του 20ού αιώνα με κύριους εκπρόσωπους τον Πικάσο και το Γάλλο ζωγράφο Μπρακ. Κυβιστικά έργα θεωρούνται εκείνα στα οποία αντικείμενα, άνθρωποι και τοπία απεικονίζονται σαν γεωμετρικά σχήματα (κύλινδροι, κώνοι, σφαίρες), λιτότητα: Η απλότητα, η συνειδητή απαλλαγή από το φόρτο του περιττού.
λυρικός: Αυτός που εκφράζει προσωπικά, υποκειμενικά συναισθήματα με ποιητικό τρόπο (χρησιμοποίηση εκφραστικών εικόνων, μεταφορών κ.λπ.).
λυρισμός: Η τέχνη να εκφράζει ο δημιουργός ενός λογοτεχνικού έργου τις ευαισθησίες και τα συναισθήματά του.
μεταφορά: Σχήμα λόγου, με το οποίο ένα αντικείμενο ή γενικά μια έννοια δεν εκφράζεται με κυριολεκτικό τρόπο, αλλά δηλώνεται με εικόνες· με άλλη δηλαδή λέξη ή φράση, με την οποία έχει κάποια ομοιότητα ως προς τη σημασία. Σκοπός της μεταφοράς είναι να κάνει πιο παραστατική την έννοια, μέτρο: Ο ρυθμός ενός στίχου ή γενικότερα ενός ποιήματος. Ο ρυθμός αυτός σχηματίζεται με την εναλλαγή τονισμένων και άτονων συλλαβών.
Μικρασιατική καταστροφή: Η καταστροφή που ακολούθησε την εκστρατεία του ελληνικού στρατού και την ήττα του στη Μικρά Ασία (1922). Η κορύφωση της συντελέστηκε με την πυρπόληση της Σμύρνης και το ξερίζωμα του Ελληνισμού από τις εστίες του.
Μπερξόν Ερρίκος (1859-1941): Γάλλος φιλόσοφος. Γι' αυτόν η λογική και η νόηση δεν οδηγούν στη γνώση του κόσμου και της ζωής. Ο άνθρωπος πρέπει να στραφεί στον εσωτερικό του κόσμο, για να φτάσει με τη διαίσθηση στη γνήσια μορφή της πραγματικότητας.
Νίτσε Φρειδερίκος (1844-1900): Γερμανός φιλόσοφος και ποιητής. Βασική θεωρία του υπήρξε η διαμόρφωση ενός ατόμου ισχυρού, η δημιουργία δηλαδή του «υπεράνθρωπου».
νουβέλα: Αφήγηση σε πεζό λόγο, μεγαλύτερη και πιο σύνθετη από το διήγημα, και μικρότερη και απλούστερη από το μυθιστόρημα.
ομοιοκαταληξία: Η ομοιότητα στην κατάληξη, η επανάληψη δηλαδή της ίδιας κατάληξης στις συλλαβές των τελευταίων λέξεων δύο ή περισσότερων στίχων, παρομοίωση: Σχήμα λόγου, σύμφωνα με το οποίο συγκρίνεται ένα πρόσωπο, ένα πράγμα ή μια ιδέα με κάποιο άλλο, με το οποίο το συνδέει κάποιο κοινό στοιχείο.
πολιτικός πρόσφυγας: Ο άνθρωπος που αναγκάζεται να ζήσει ως πρόσφυγας σε ξένη χώρα, γιατί αντιτίθεται στο πολιτικό σύστημα της χώρας του και δεν είναι αρεστός σ' αυτό.
προσωποποίηση: Σχήμα λόγου, σύμφωνα με το οποίο άψυχα αντικείμενα ή αφηρημένες έννοιες παρουσιάζονται ως έμψυχα, ως ζωντανά όντα.
πρότυπα: Πρόσωπα ή πράγματα (μοντέλα), που χρησιμοποιούνται ως υποδείγματα. Τα πρότυπα είναι παραδείγματα κατάλληλα για μίμηση.
ρατσισμός: Η θεωρία και η πρακτική της διάκρισης των ανθρώπων με βάση την ανωτερότητα της φυλής, του έθνους, της κοινωνίας τους.
ραψωδία: Τμήμα επικού ποιήματος. Η Οδύσσεια και η Ιλιάδα του Ομήρου χωρίζονται σε 24 ραψωδίες η καθεμιά.
ραψωδός: Αυτός που κατά την αρχαιότητα απήγγειλλε ποιήματα που υμνούσαν ηρωικά κατορθώματα.
ρεαλισμός: Κίνημα της τέχνης και της λογοτεχνίας, που αναπαριστά την πραγματικότητα χωρίς συναισθηματισμούς και ωραιοποιήσεις. Τα θέματα των ρεαλιστών αντλούνται από καθημερινές πράξεις και γεγονότα της ανθρώπινης ζωής.
ρομαντισμός: Κίνημα της τέχνης, που κυριάρχησε στην Ελλάδα το 19ο αιώνα. Στα ρομαντικά λογοτεχνικά έργα επικρατεί καλλιτεχνική τεχνοτροπία που χρησιμοποιεί το συναίσθημα, τη φαντασία, τον αυθορμητισμό, το ονειρικό στοιχείο, τη μυστικοπάθεια.
σαρκαστικός: Αυτός που χλευάζει και κοροϊδεύει με τρόπο σκληρό, και χαίρεται για τη δυσμενή θέση των άλλων.
σάτιρα: Λογοτεχνικό είδος με το οποίο διακωμωδούνται πρόσωπα και καταστάσεις. Η σάτιρα στηρίζεται στην κριτική, στην ειρωνεία και στο σαρκασμό, και επιδιώκει τη βελτίωση του ανθρώπου.
σατιρική (διάθεση): Η τάση του συγγραφέα να διακωμωδεί, να περιπαίζει,
σκωπτικός: ο περιπαικτικός, ο κοροϊδευτικός.
σονέτο: Λυρικό ποίημα με ομοιοκαταληξία. Αποτελείται από δεκατέσσερις στίχους (δύο τετράστιχα, δύο τρίστιχα).
στιχουργός: Αυτός που γράφει στίχους (συνήθως έντεχνων τραγουδιών).
συμβολισμός: Κίνημα στην ευρωπαϊκή τέχνη και λογοτεχνία. Εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Βασική αρχή του υπήρξε το ότι η τέχνη πρέπει να «υποβάλλει» τις ιδέες της μέσα από σύμβολα. Ο συμβολισμός δημιουργήθηκε ως αντίδραση προς το ρεαλισμό.
τραγωδία: Είναι θεατρικό έργο που αναφέρεται στα ατομικά και κοινωνικά προβλήματα, καθώς και στις εσωτερικές συγκρούσεις του ανθρώπου και στο ρόλο που έχει στο σύμπαν. Προκαλεί στο θεατή το φόβο και τη λύπη για τη μοίρα των πρωταγωνιστών. Ως είδος είχε ακμάσει πολύ στην αρχαία Ελλάδα. Συνδύαζε τον ποιητικό έμμετρο λόγο, τη μουσική και το χορό. Ως λογοτεχνικό είδος έχει την καταγωγή του στις γιορτές που γίνονταν προς τιμήν του θεού Διονύσου. Οι συγγραφείς της λέγονταν τραγικοί ποιητές. Οι σπουδαιότεροι στην αρχαία Ελλάδα ήταν ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης.
υπερβολή: Σχήμα λόγου, κατά το οποίο το νόημα εκφράζεται με υπερβολικό και εξογκωμένο τρόπο.
υπερρεαλισμός: Πνευματικό κίνημα των αρχών του 20ού αιώνα στη λογοτεχνία και στην τέχνη. Βασικά γνωρίσματα του υπερρεαλισμού είναι η αξιοποίηση του τυχαίου, η αυτόματη γραφή, η σημασία του ονείρου και των ελεύθερων συνειρμών, η χρήση λογικά ασύνδετων εικόνων. Ιδρυτής του κινήματος ήταν ο Αντρέ Μπρετόν.
φραγκοκρατία (στην Ελλάδα): Η χρονική περίοδος, που οι ηγεμόνες των κρατών της Δυτικής Ευρώπης είχαν καταλάβει ελληνικές περιοχές (13ος - 16ος αιώνας).
φωβισμός: Κίνημα της ζωγραφικής του 20ού αιώνα. Το όνομά του προέρχεται από τη γαλλική λέξη φωβ (fauves), δηλαδή αγρίμια. Οι καλλιτέχνες του φωβισμού λάτρεψαν το χρώμα και το αντιμετώπισαν ως το κύριο στοιχείο κάθε πίνακα.
χρονογράφημα: Πεζό κείμενο δημοσιογραφικού χαρακτήρα, γραμμένο με λογοτεχνικό τρόπο. Αντικείμενο του είναι η εξέταση επίκαιρων θεμάτων με εύθυμη, γλαφυρή και απλή γραφή. |