Τυφώνας τεντώθηκε, έξυσε τεμπέλικα τα εκατό του κεφάλια και χασμουρήθηκε και με τα εκατό του στόματα. Τα εκατό χασμουρητά ταρακούνησαν τα βουνά. Κοτρόνες άρχισαν να πέφτουν από παντού και ξεριζώθηκαν και κάμποσα πεύκα. Σηκώθηκε σκόνη.
Αχ! Κι ήταν τόσο όμορφα τριγύρω... Χιλιάδες μυρωδιές τρύπωσαν στα ρουθούνια του. Εδώ μοσχοβολούσε μέντα, εκεί φασκόμηλο, πιο πέρα χαμομήλι κι αρμπαρόριζα. Πετούσαν τα χελιδόνια, οι σπίνοι, οι σουσουράδες. Κελαηδούσαν μαγευτικά τα αηδόνια στις ρεματιές και τα λουλούδια γέμιζαν τα μάτια με χρωματιστές ομορφιές.
Τέτοιες ώρες θέλει κανείς να τις μοιράζεται με κάποιον άλλον, με κάποιον που να μαγεύεται κι αυτός από τα χρώματα, τις μυρωδιές και τα ακούσματα.
— Αχ! αναστέναξε βαθιά ο Τυφώνας κι ένας καινούργιος κατακλυσμός από κοτρόνια κατρακύλησε στην πλαγιά με τρομαχτικό θόρυβο.
— Επιτέλους! Δεν μπορεί κανείς να ησυχάσει λίγο το μεσημέρι; Ακούστηκε μια αγανακτισμένη αλλά ωστόσο γλυκιά φωνή.
Ο Τυφώνας ανασηκώθηκε.
— Ποιος μίλησε; φώναξε και, απ' τη βοή, ένα έλατο έπεσε καταγής.
Ένα γυναικείο πρόσωπο πρόβαλε πίσω από μια ξερολιθιά*. Μα τι πρόσωπο ήταν αυτό! Θείο! Λείο δέρμα, όμορφα μάτια, πλούσια γυαλιστερά μαλλιά. Ο Τυφώνας σηκώθηκε στριφογυριστά.
Ο Δίας εκσφενδονίζει τον κεραυνό του εναντίον του Τυφώνα. Παράσταση ζωγραφισμένη σε μεγάλο αγγείο για νερό (υδρία), 540-530 π.Χ.
— Θεοί! σιγομουρμούρισε. Βλέπω καλά; Τι καλλονή! Μια τέτοια ονειρευόμουνα πάντα για ταίρι μου.
Με την καρδιά του να χτυπάει ανυπόταχτα στο ρυθμό της βροντής, ο Τυφώνας κουτρουβάλησε προς το μέρος της όμορφης άγνωστης. Σύννεφα σκόνης σηκώθηκαν και τα καλύβια των βοσκών σωριάστηκαν στο χώμα.
— Τέλος πάντων, κινητή καταστροφή είσαι, είπε γελώντας η κοπέλα. Θα πρέπει να είσαι ο ξακουστός Γίγαντας Τυφώνας.
— Αυτοπροσώπως, χαμογέλασε με εκατό χαμόγελα ο Γίγαντας. Κι εσύ ποια είσαι;
— Η Νύμφη Έχιδνα, αποκρίθηκε η όμορφη κοπέλα τινάζοντας με νάζι τα μαλλιά της.
Όμορφο όνομα, όμορφη κοπέλα, μα τι να το κάνεις! Ο Τυφώνας ούτε που τολμούσε να ελπίσει πως μπορούσε να τη γοητεύσει. Γιατί κάθε φορά που έβρισκε μια κοπέλα να του αρέσει, εκείνη το έβαζε στα πόδια μόλις έβλεπε τα φιδίσια πόδια του.
— Μένεις εδώ κοντά; Είπε έτσι, για να πει κάτι.
— Πέρα στα αμπέλια. Μα βγήκα βόλτα και κουράστηκα. Και κουλουριάστηκα εδώ δίπλα στην πηγή να ξεκουραστώ λίγο.
— Κουλουριάστηκες; Αναπήδησε ο Τυφώνας. Δηλαδή θέλεις να πεις πως το κορμί σου είναι φιδίσιο;
Η Έχιδνα τον κοίταξε παραξενεμένη.
— Δες και μόνος σου, του είπε, και με μικρές, κομψές κινήσεις φανέρωσε το κορμί της που ως εκείνη τη στιγμή κρυβόταν πίσω από την ξερολιθιά.
Μα τι κορμί ήταν αυτό! Λυγερό, φιδίσιο, σκεπασμένο με πολύχρωμες φολίδες*. Φολίδες τριανταφυλλένιες και γαλάζιες, σμαραγδένιες και στο χρώμα του ψημένου πηλού, λευκές και φλογοκόκκινες, βιολετιές και κροκάτες*. Ο Τυφώνας δε χόρταινε να τις κοιτάζει.
Οι Εσπερίδες. Μία από αυτές προσφέρει τροφή στον κουλουριασμένο γύρω από τον κορμό του δέντρου δράκοντα. Παράσταση ζωγραφισμένη σε μεγάλο αγγείο (κρατήρα), ειδικό για το ανακάτεμα του κρασιού με νερό (λεπτομέρεια). Γύρω στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ.
— Επιτέλους, φώναξε. Η θεά Αφροδίτη με λυπήθηκε κι έστειλε στο δρόμο μου τον πιο ταιριαστό σύντροφο.
Έκοψε μια παπαρούνα και της την πρόσφερε τρυφερά. Η Έχιδνα την πέρασε στο αυτί της κι έγινε ακόμα πιο όμορφη.
Μετά έκοψε μια μαργαρίτα κι άρχισε να τη μαδάει:
«Μ' αγαπά, δε μ' αγαπά...», κι όλο έριχνε τσαχπίνικες ματιές στον Τυφώνα.
Ώρες ολόκληρες κάθισαν οι δυο τους δίπλα στην πηγή. Μάδησαν λουλούδια, άκουσαν τα πουλιά, κουβέντιασαν, μύρισαν τα βοτάνια, τραγούδησαν, γέλασαν, ονειρεύτηκαν.
Κατά το σούρουπο, πήρε ο Τυφώνας τη μεγάλη απόφαση.
— Λοιπόν, τι λες; Θέλεις να γίνεις ταίρι μου; Ρώτησε.
Η Έχιδνα ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα με νάζι.
— Και ποια γυναίκα δε θα 'θελε να 'χε για ταίρι της κάποιον με τη δική σου δύναμη κι αντρειοσύνη, είπε γλυκά γλυκά και χαμογέλασε. Απ' τη στιγμή αυτή λογάριαζε με για γυναίκα σου.
— Ούουουου.. , ούρλιαξε από χαρά ο Τυφώνας κι άρχισε να στριφογυρίζει γρήγορα τόσο δυνατά, που σηκώθηκε ανεμοστρόβιλος τεράστιος και σκεπάστηκε ο ουρανός από τη σκόνη.
Οι γάμοι του Τυφώνα και της Έχιδνας έγιναν σύντομα. Το ευτυχισμένο ζευγάρι απόκτησε πολλά παιδιά, το ένα πιο τερατώδικα όμορφο από το άλλο.
Γέννησαν την εννιακέφαλη Ύδρα που κατοίκησε στη Λέρνη και την είπαν «Λερναία». Γέννησαν το δράκο που φύλαγε τα μήλα των Εσπερίδων, τον Κέρβερο, τους δυνατούς και καταστροφικούς ανέμους, τον Όρθο που ήταν το αγαπημένο σκυλί του Γηρυόνη, τη γίδα Χίμαιρα, τη Σφίγγα της Θήβας, το Λιοντάρι της Νεμέας, αλλά και τον αϊτό που έτρωγε το συκώτι του Προμηθέα.
Το ζευγάρι ζούσε ευτυχισμένο και θα έκαναν κι άλλα παιδιά ακόμα, αν δεν ερχόταν μαντατοφόρος* να καλέσει το Γίγαντα Τυφώνα στη Γιγαντομαχία.
Ο Τυφώνας ξεκίνησε για τον πόλεμο πιστεύοντας πως γρήγορα θα γύριζε και πάλι νικητής κοντά στην αγαπημένη του γυναίκα. Ούτε καν φανταζόταν πως δε θα την ξανάβλεπε πια.
* τα έγκατα: τα μεγάλα βάθη * (η) ξερολιθιά: τοίχος χτισμένος με πέτρες χωρίς λάσπη *φολίδες (η φολίδα): λέπια * κροκάτες (κροκάτος): κίτρινες *(ο) μαντατοφόρος: αγγελιοφόρος
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
|