εν είναι εύκολο πράγμα να φοράς καινούργια παπούτσια. Παρόλο που τα καινούργια παπούτσια είναι κάτι πολύ ωραίο. Κι αυτό θα το δούμε στην παρακάτω ιστορία που θα σας διηγηθώ!
Προσέξτε με καλά!
Μια γερόντισσα που έμενε στην πολυκατοικία μας και πάντα μάλωνε όλα τα παιδιά, πέθανε. Ύστερα από δύο μέρες, είπε ο μπαμπάς στη μαμά:
— Σήμερα πρέπει να πάμε στην κηδεία.
— Θα έρθω κι εγώ μαζί σας, είπε η αδερφή μου η Κλάρα.
— Αυτό δε γίνεται, μίλησε η μαμά. Οι κηδείες δεν είναι για παιδιά.
— Κι όμως, είναι για παιδιά, αντιμίλησε η Κλάρα. Εμένα μ' αρέσουν πολύ οι κηδείες, αλλά δεν έτυχε ποτέ να πάω σε καμιά.
— Θα έρθω κι εγώ μαζί! Φώναξα εγώ. Θα έρθω κι εγώ μαζί! Θα έρθω κι εγώ μαζί!
— Όχι! Είπαν η μαμά και ο μπαμπάς μαζί.
— Θα έρθουμε!
— Όχι!
— Κι όμως, θα έρθουμε!
— Η κηδεία είναι κάτι πολύ λυπητερό και μπορεί να βάλετε τα κλάματα, είπε η μαμά.
— Θα 'ρθουμε μαζί σας! Θα έρθουμε κι εμείς!
— Σας εξηγήσαμε ότι αυτό δε γίνεται!
— Τότε θα κλαίμε εδώ στο σπίτι, φωνάξαμε εγώ κι η αδερφή μου η Κλάρα κι αρχίσαμε αμέσως να κλαίμε δυνατά.
Ο μπαμπάς και η μαμά πιάσανε τα κεφάλια τους. Όταν το είδαμε αυτό, αρχίσαμε να κλαίμε ακόμη πιο δυνατά. Τα καταφέρνουμε πολύ καλά σε κάτι τέτοια, όταν συγχυζόμαστε. Άλλωστε, θα ήταν τόσο θλιβερό να μείνουμε μονάχοι στο σπίτι, όταν ο μπαμπάς κι η μαμά θα λείπουν στην κηδεία.
— Φτάνει πια, αναστέναξε λυπημένος ο πατέρας. Καλά, ελάτε μαζί μας.
Ύστερα μας σκούπισε τις μύτες.
Η μαμά μάς φόρεσε καινούργια ρούχα, σαν να ήταν να πάμε σε καμιά επίσκεψη. Η Κλάρα θα φορούσε για πρώτη φορά τα καινούργια μαύρα παπούτσια της. Η μαμά τα είχε πάρει με τις εκπτώσεις. Τα είχε βρει φτηνά. Ύστερα πήγαμε με το αυτοκίνητο στο νεκροταφείο.
Η κηδεία δε μου άρεσε καθόλου, γιατί έπρεπε να καθόμαστε πολύ φρόνιμα. Δεν επιτρεπόταν να τρέχουμε και να παίζουμε. Αλλά η πεθαμένη γερόντισσα δε φαινόταν πουθενά, παρόλο που ήταν η δική της κηδεία. Ρώτησα τη μαμά και η μαμά μού είπε ότι η πεθαμένη γερόντισσα βρισκόταν μέσα στο φέρετρο. Αλλά το φέρετρο ήταν σκεπασμένο και δεν ήξερε κανένας αν πραγματικά ήταν μέσα. Ο εφημέριος κάτι μουρμούριζε και πολλές ηλικιωμένες γυναίκες καθάριζαν διαρκώς τις κόκκινες μύτες τους, η μία μετά την άλλη.
— Κλάρα, ρώτησα εγώ, γιατί κλαίνε όλες αυτές οι γυναίκες;
— Γιατί η γερόντισσα έχει πεθάνει, ψιθύρισε η Κλάρα.
— Μα τώρα βρίσκεται στον ουρανό. Και στον ουρανό είναι τόσο όμορφα. Δεν πρέπει να κλαίνε.
— Μπορεί η γερόντισσα που πέθανε να πήγε στην Κόλαση.
— Λες;
Η Κλάρα έγνεψε με το κεφάλι της.
— Το δίχως άλλο θα πήγε στην Κόλαση, γιατί μάλωνε όλα τα παιδιά της πολυκατοικίας. Κι επειδή πρέπει να πάει στην Κόλαση, κλαίνε όλες οι φίλες της. Έτσι θα είναι. Κι εγώ αυτό το νομίζω πολύ σωστό.
Και όταν έκανα να ρωτήσω αν οι διάβολοι θα ψήσουν στην Κόλαση τη γερόντισσα, μας είπε χαμηλόφωνα ο πατέρας:
— Σιωπή! Πολλά λέτε!
Βίνσεντ Βαν Γκογκ, Το παιδί με το πορτοκάλι
Έτσι, αναγκάστηκα να σωπάσω. Δίπλα στεκόταν σιωπηλή η αδερφή μου. Την έβλεπα που πατούσε μια στο ένα ποδάρι, μια στο άλλο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά φαινόταν περίλυπη.
Ύστερα έπρεπε να ακολουθήσουμε το φέρετρο. Περπατήσαμε πολλή ώρα, γιατί ο τάφος ήταν στην άλλη άκρη του νεκροταφείου. Οι γριές κυρίες περπατούσαν και όλο φύσαγαν τις μύτες τους κι αναστέναζαν όλο και πιο δυνατά. Και τότε πρόσεξα κατάπληχτος ότι κι η αδερφή μου αναστέναζε όλο και πιο δυνατά και φύσαγε όλο και πιο έντονα τη μύτη της.
— Κλάρα, της φώναξα, γιατί κλαις; Μου αποκρίθηκε ψιθυριστά:
— Άσε με ήσυχη!
Και ύστερα, όταν φτάσαμε στον τάφο, άρχισε να κλαίει δυνατά. Όλες οι ηλικιωμένες κυρίες γύριζαν και την κοίταζαν. Η μαμά κι ο μπαμπάς άδικα προσπαθούσαν να την παρηγορήσουν. Ακόμα κι ο εφημέριος της χάιδεψε το κεφάλι και της είπε:
— Δεν πρέπει να κλαις έτσι για την αγαπητή σου γιαγιά. Η γερόντισσα βρίσκεται τώρα σε καλά χέρια.
Η Κλάρα όμως φύσαγε και ξαναφύσαγε τη μύτη της και αποκρίθηκε στον εφημέριο δυνατά:
— Δεν είναι γιαγιά μου... και δεν κλαίω γι' αυτήν. Κλαίω, γιατί με στενεύουν ανυπόφορα τα απαίσια καινούργια παπούτσια μου. Τα πόδια μου γέμισαν κάλους. Και τούτη εδώ η κηδεία δεν έχει τελειωμό.
μετάφραση: Ρένα Καρθαίου
|