πορεί η Ασπασία να γκρινιάζει και να λέει πως στο σπίτι μας μέσα δεν κατοικεί μια οικογένεια, αλλά ένας «θίασος ποικιλιών»* (κάτι που εγώ, για να είμαι ειλικρινής, δεν πολυκαταλαβαίνω τι ακριβώς σημαίνει, αλλά πιστεύω πως δεν έχει δίκιο).
Η οικογένειά μας είναι μια σοβαρή οικογένεια που έχει και αρχές και παραδόσεις.
Όλοι μας μοιραζόμαστε τις ευθύνες μας — αυτή είναι η αρχή του μπαμπά.
Όταν σε κάποιον πονά το κεφάλι του, οι υπόλοιποι πρέπει να κάνουν ησυχία — αυτή είναι η αρχή της μαμάς.
Το δωμάτιο του καθενός είναι το βασίλειο του. Κανείς δεν μπαίνει, αν δεν πάρει πρώτα άδεια — αυτή είναι η αρχή της Ασπασίας.
Αν κάνεις μια ζημιά, δε χρειάζεται να την πεις. Άσε τους άλλους να την ανακαλύψουν (μέχρι να γίνει αυτό, η ζημιά θα έχει μικρύνει) — κι αυτή είναι η δικιά μου αρχή.
Αρχές, λοιπόν, έχουμε. Όπως έχουμε και παραδόσεις.
Να, για παράδειγμα, κάθε Μεγάλη Πέμπτη η μαμά φτιάχνει το αγαπημένο της φαγητό, σκορδομακάρονα. Και ο μπαμπάς γκρινιάζει πως όλο το σπίτι βρομά σκόρδο, γι' αυτό κι εκείνος κάθε Μεγάλη Πέμπτη κοιμάται μόνος στον καναπέ του σαλονιού, με την μπαλκονόπορτα ανοιχτή.
Άλλη παράδοση: Κάθε χειμώνα τη μαμά την πιάνει ένας πόνος στην κοιλιά (συνήθως είναι μετά την Καθαρή Δευτέρα· φταίνε, φαίνεται, τα πολλά τουρσιά που τρώει).
Μια ακόμα παράδοση της Καθαρής Δευτέρας είναι να μην μπορεί ο μπαμπάς να σηκώσει το χαρταετό.
Και, τέλος, μια ακόμα παράδοση που έχουμε στην οικογένεια είναι να φοράμε, η Ασπασία κι εγώ, τις Απόκριες τις φορεσιές που ο μπαμπάς φορούσε όταν ήταν παιδί.
Γενικά, φαίνεται πως ο μπαμπάς ήταν πολύ ήσυχο παιδί. Όλα του τα παιχνίδια έχουν σωθεί και όλες οι αποκριάτικες στολές του διατηρούνται ολοκαίνουργιες.
Ο μάγειρας, που τον φορέσαμε η Ασπασία κι εγώ όταν ήμαστε τριών και τεσσάρων χρονών. Όταν γίναμε πέντε κι έξι χρονών, φορέσαμε τη στολή του πιερότου και κλαίγαμε κάθε φορά που μας τη βάζανε, γιατί έχει πάνω της κάτι κουδουνάκια που μας κάνανε να ντρεπόμαστε. Αλλά ο μπαμπάς είπε πως κι αυτός έκλαιγε, γιατί και σ' αυτόν δεν άρεσαν τα κουδουνάκια. Άρα η στολή του πιερότου με το κλάμα πάνε μαζί —είναι μια δίδυμη
παράδοση. Έπειτα, στα εφτά και τα οχτώ μας χρόνια, είχαμε τη στολή του καουμπόι. Αυτή εμένα μ' ενθουσίαζε, αλλά, απ' ό,τι θυμάμαι, η Ασπασία δεν την ήθελε καθόλου. Προτιμούσε τη στολή μιας νεράιδας, που όμως δεν της την πήρανε για να μη χαλάσει η παράδοση.
Στα εννιά και δέκα μας χρόνια σειρά έχει ο ιππότης. Από εκεί και πέρα η παράδοση σταματά.
Τώρα η Ασπασία, αν αποφασίσει να ντυθεί, μπορεί να βάλει ό,τι στολή θέλει. Από του χρόνου θα μπορώ κι εγώ. Εφέτος όμως πρέπει να υποστώ την παράδοση του ιππότη. Πέρυσι, που ήμουν εννιά χρονών, δεν είχα καθόλου ντυθεί. Μέσα στις Απόκριες είχα πάθει ανεμοβλογιά κι έτσι δεν πήγα σε κανένα πάρτι.
Εφέτος όμως είμαι καλά και προχτές που έκανε το πάρτι της η Σοφία έπρεπε να βάλω τη στολή του ιππότη. Αχ, πώς το άντεξα!
Σπύρου Βασιλείου, Το τραπέζι της Καθαρής Δευτέρας
Όχι πως η στολή αυτή είναι άσχημη. Ίσα ίσα, είναι μια καταπληκτική στολή! Έχει όμορφη, βελουδένια μπέρτα*, καπέλο με φτερό, θυρεό στο στήθος, έχει κι ένα όμορφο σπαθί. Αλλά έχει και... καλσόν!
«Αδύνατον!», είπα. «Αδύνατον να βάλω εγώ καλσόν. Τέτοια τα φοράνε μόνο οι γυναίκες!».
«Μα τι λες τώρα;», εκνευρίστηκε η μαμά. «Αυτό δεν είναι σαν τα καλσόν που λες».
Καλά τώρα! Μπορεί να μην είναι τόσο διαφανές, αλλά είναι καλσόν. Ο μπαμπάς σκαρφάλωσε στη βιβλιοθήκη του και από το πάνω πάνω ράφι κατέβασε μια εγκυκλοπαίδεια.
«Να!», μου έδειξε κάτι ζωγραφιές ιπποτών. «Δες! Οι ιππότες τέτοια φορούσαν!».
Μα εγώ με τίποτε δεν άλλαζα γνώμη.
«Δε φορώ αυτή τη στολή!», δήλωνα, κι είχα στο νου μου το Γιωργή, που, αν μ' έβλεπε να φορώ καλσόν, έστω και... ιπποτικό, θ' άρχιζε την καζούρα.
Όμως, είπαμε! Παραδόσεις! Πώς να τις αποφύγεις;
Κι έτσι, με το ζόρι σχεδόν, με ντύσανε ιππότη και με πήγανε στο πάρτι.
Δεν ήξερα πώς να κρύψω τα πόδια μου.
Με είδε κι ο Γιωργής κι έβαλε τα γέλια.
«Καλέ, καλσόν φοράς!», είπε.
Του έριξα μια κλοτσιά που τον έκανε να ουρλιάξει.
«Α να χαθείς, βλάκα!», είπε και μου έριξε μια μπουνιά.
Είπα να του απαντήσω με καμιά κουτουλιά, αλλά φοβήθηκα μην πάθει τίποτε το φτερό του καπέλου μου και μετά ποιος θ' άκουγε τον μπαμπά, που θα φώναζε ότι του χάλασα τη στολή κι έτσι θα εμπόδιζα τα μελλοντικά του εγγόνια να συνεχίσουν την ιπποτική μας παράδοση. Μούλωξα, λοιπόν, σε μια γωνιά και πήρα την απόφαση πως θα περνούσα το χειρότερο πάρτι της ζωής μου.
Κι ενώ έτσι σκεφτόμουνα, άνοιξε η πόρτα του σπιτιού της Σοφίας και μπήκε μέσα η Μυρσίνη. Ε, τότε ήταν που παρακάλεσα ν' ανοίξει η γη να με καταπιεί!
Νομίζω πως πριν καιρό το έχω γράψει πως η Μυρσίνη μού αρέσει.
Αλλά, όσο κι αν ο Γιωργής με κοροϊδεύει πως είμαι τάχα ερωτευμένος μαζί της, εγώ το ξέρω πως κάτι τέτοιο δε μου συμβαίνει. Οι έρωτες είναι για όσους πάνε στην έκτη ή στο γυμνάσιο. Μου το έχει πει η Ασπασία. «Στην έκτη θα γνωρίσεις τον έρωτα!», μου έχει εξηγήσει, και είναι από τις λίγες φορές που πίστεψα την Ασπασία. Τη Μυρσίνη τη συμπαθώ πιο πολύ από τ' άλλα κορίτσια, αλλά κι αυτή, όπως και τις υπόλοιπες συμμαθήτριές μου, τη βαριέμαι. Τα κορίτσια όλο κουβεντούλες είναι και χαμογελάκια. Γράφουν και κάτι ημερολόγια που δεν είναι σαν κι αυτό εδώ, αλλά είναι γεμάτα από καρδούλες και λουλουδάκια. Αηδίες!
Όμως δεν το ήθελα να με δει σε τέτοιο ρεζίλι. Με καλσόν!
Αλλά η Μυρσίνη με πλησίασε. «Τι είσαι ντυμένος;», με ρώτησε.
Αυτή ήταν ντυμένη «κυρία» και τρόμαξα να τη γνωρίσω, έτσι όπως είχε βαμμένο το πρόσωπο της.
«Ιππότης!», της είπα μέσα από τα δόντια μου και κρατώντας διπλωμένα τα πόδια μου.
«Μα σήκω να σε δω πιο καλά!», μου ζήτησε, κι εγώ κοκκίνισα σαν παντζάρι και σηκώθηκα.
«Α, τι όμορφη στολή!», είπε η Μυρσίνη. «Ο πιο όμορφος ιππότης που έχω δει!».
Πάρ' τα, Γιωργή, βλάκα!
Κι έτσι μου έφυγε το άγχος και πέρασα πολύ ωραία στο πάρτι της Σοφίας.
Αλλά η πιο μεγάλη πλάκα έγινε την ώρα που τελείωνε το πάρτι. Ο Γιωργής είχε ντυθεί λωποδύτης. Καλός ήταν, φορούσε και μια μάσκα που τον έκανε πολύ άσχημο —καλέ, τόσο άσχημος ήταν, που κανένα κορίτσι δεν ήθελε να χορέψει μαζί του, κι έτσι αυτός, για να περνά την ώρα του, έφαγε όλα τα τσιπς και εμείς οι άλλοι, που δεν προλάβαμε να φάμε, για να τον τιμωρήσουμε, δεν τον αφήσαμε να φάει ούτε μια καραμέλα... Πάντως ήταν πετυχημένη η στολή του και κρατούσε κι ένα σίδερο, για ν' ανοίγει, τάχα, τα παράθυρα.
Λοιπόν, όταν τελείωνε το πάρτι, το σκυλί που έχουν στο σπίτι της Σοφίας ξέφυγε από το μπαλκόνι που το είχαν κλεισμένο, και μπήκε μέσα στο σαλόνι και φαίνεται πως, μόλις είδε το Γιωργή, τον πήρε για αληθινό λωποδύτη και του όρμησε.
Έβαλε τις φωνές ο Γιωργής και φώναξε: «Μαμά μου! Μαμά μου!» κι έτρεξε η μαμά της Σοφίας ν' αρπάξει το σκύλο, αλλά ώσπου να τον αρπάξει, αυτός πρόλαβε κι άρπαξε το Γιωργή από το παντελόνι και το έσκισε και φάνηκε το βρακί του Γιωργή· κι όλα εμείς τ' αγόρια γελάσαμε δυνατά κι όλα τα κορίτσια γελάσανε πίσω από τις παλάμες τους και ο μόνος που έκλαιγε ήταν ο Γιωργής που δεν ήξερε και από πού να σταθεί. Πίσω του το παντελόνι ήταν σκισμένο και μπροστά ήταν... βρεγμένο. Είχε, βλέπετε, κατουρηθεί από το φόβο του.
Καλά να πάθει, για να μάθει να μην κοροϊδεύει τις παραδόσεις των άλλων.
Έτσι, λοιπόν, πέρασα στο πάρτι της Σοφίας, κι άντε να δω του χρόνου τι θα ντυθώ, που οι αποκριάτικες παραδόσεις της οικογένειας τελείωσαν.
Σκέφτηκα να φτιάξω μια στολή βρικόλακα και σκέφτηκα να την κρατήσω και μετά, να τη φορέσουν και τα δικά μου παιδιά. Έτσι, για να φτιάξω κι εγώ μια παράδοση σαν τον μπαμπά.
Η Ασπασία, που της το είπα, ενθουσιάστηκε.
«Α, θα τη δίνεις και στα ανίψια σου, δηλαδή στα δικά μου παιδιά;».
«Και γιατί όχι;», της απάντησα. Αν τα παιδιά της Ασπασίας της μοιάσουν, η στολή του βρικόλακα θα τους πηγαίνει θαύμα.
* «θίασος ποικιλιών»: ηθοποιοί του ίδιου θεάτρου, που δε συγχρονίζονται, αλλά ο καθένας κάνει το δικό του. Στο κείμενο αναφέρεται η φράση για να τονιστεί η διαφορετικότητα και η ιδιοτυπία της προσωπικότηταςκάθε μέλους της οικογένειας * (η) μπέρτα: φαρδύ πανωφόρι χωρίςμανίκια, που φοριέται ριχτό και κουμπώνει στο λαιμό
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
|