ταν υπέροχα που ξαναβρεθήκαμε πάλι στη Νορβηγία, στο όμορφο παλιό σπίτι της γιαγιάς μου. Μα τώρα που ήμουν τόσο μικροσκοπικός, τα πάντα έμοιαζαν διαφορετικά και μου πήρε αρκετό χρόνο να προσαρμοστώ. Ο δικός μου κόσμος ήταν ο κόσμος των χαλιών, των ποδιών των τραπεζιών και των καρεκλών και οι μικρές χαραμάδες πίσω από τα μεγάλα έπιπλα. Μια κλειστή πόρτα δε θα μπορούσε ν' ανοίξει και τίποτα από όσα βρίσκονταν πάνω σ' ένα τραπέζι δε θα μπορούσα πιανα φτάσω.
Αλλά μετά από λίγες μέρες, η γιαγιά μου έβαλε το μυαλό της να δουλέψει σκληρά και να σκεφτεί μικροεφευρέσεις που θα έκαναν τη ζωή μου πιο εύκολη.
Η γιαγιά μου μου έφτιαξε μια μικροσκοπική οδοντόβουρτσα, χρησιμοποιώντας ένα σπιρτόξυλο για χερούλι, και σ' αυτό κόλλησε μικρά κομμάτια τρίχας, που είχε κόψει από μια βούρτσα των μαλλιών της.
— Δεν πρέπει να τρυπήσουν τα δόντια σου, μου είπε. Δεν μπορώ να πάω ένα ποντίκι στον οδοντίατρο! Θα πίστευε πως έχει να κάνει με τρελή!
— Είναι αστείο, είπα, αλλά από τότε που έγινα ποντίκι, μισώ τη γεύση των γλυκών και της σοκολάτας. Γι' αυτό και δεν πιστεύω πως θα χαλάσουν τα δόντια μου.
— Θα πρέπει να συνεχίσεις να βουρτσίζεις τα δόντια σου μετά από κάθε γεύμα, είπε η γιαγιά μου.
Κι έκανα όπως με συμβούλεψε.
Για μπανιέρα μού έδωσε μια ασημένια ζαχαριέρα κι έκανα μπάνιο σ' αυτήν κάθε βράδυ πριν πάω για ύπνο. Δεν επέτρεπε σε κανέναν άλλο να μπαίνει στο σπίτι. Μέναμε ολομόναχοι οι δυο μας κι ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι ο ένας με τη συντροφιά του άλλου.
Ένα βράδυ η γιαγιά μου κάπνιζε το μαύρο της πούρο, ενώ εγώ μισοκοιμόμουν μακάρια στη ζεστή αγκαλιά της.
— Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι, γιαγιά; είπα.
— Ρώτησέ με ό,τι θέλεις, αγαπούλα μου.
— Πόσα χρόνια ζει ένα ποντίκι;
— Α, είπε. Την περίμενα αυτή την ερώτηση.
Ακολούθησε σιωπή. Καθόταν εκεί καπνίζοντας και κοίταζε τη φωτιά.
— Λοιπόν, είπα, πόσα χρόνια ζούμε εμείς τα ποντίκια;
— Κάθισα και διάβασα όλα όσα έχουν σχέση με τα ποντίκια, είπε. Προσπάθησα ν' ανακαλύψω τα πάντα που έχουν να κάνουν με τα ποντίκια.
— Συνέχισε λοιπόν, γιαγιά. Γιατί δε μου λες;
— Αν πραγματικά θέλεις να το μάθεις, είπε, φοβάμαι πως ένα ποντίκι δε ζει για πάρα πολύ μεγάλο διάστημα.
— Πόσο διάστημα; ρώτησα.
— Λοιπόν, ένα φυσιολογικό ποντίκι ζει μόνο γύρω στα τρία χρόνια, είπε. Μα εσύ δεν είσαι φυσιολογικό. Είσαι άνθρωπος-ποντίκι, κι αυτό είναι πολύ διαφορετικό.
— Πόσο διαφορετικό; ρώτησα. Πόσο διάστημα ζει ένας άνθρωπος-ποντίκι, γιαγιά;
— Περισσότερο, είπε. Πολύ περισσότερο.
— Πόσο πολύ περισσότερο; ρώτησα.
— Ένας άνθρωπος-ποντικός είναι σχεδόν σίγουρο πως ζει τρεις φορές περισσότερο σε διάρκεια από ένα φυσιολογικό ποντίκι, είπε η γιαγιά μου. Γύρω στα εννιά χρόνια.
— Πολύ καλά! Φώναξα. Αυτό είναι σπουδαίο! Είναι τα καλύτερα νέα που άκουσα στη ζωή μου!
— Γιατί το λες αυτό; ρώτησε ξαφνιασμένη.
— Γιατί ποτέ δε θα ήθελα να ζήσω περισσότερο από σένα, της είπα. Δε θα το άντεχα να με φρόντιζε κανείς άλλος εκτός από σένα.
Ακολούθησε μια μικρή σιωπή. Είχε ένα μοναδικό τρόπο να με χαϊδεύει πίσω από τ' αυτιά με την άκρη του δαχτύλου της. Ένιωθα υπέροχα.
— Πόσων ετών είσαι, γιαγιά; ρώτησα.
— Ογδόντα έξι, είπε.
— Θα ζήσεις ακόμα άλλα οκτώ με εννιά χρόνια;
— Πιθανόν, είπε. Με λίγη τύχη.
— Πρέπει να ζήσεις, της είπα. Γιατί τότε θα είμαι ένα πολύ γέρικο ποντίκι κι εσύ θα είσαι μια πολύ γριά γιαγιά και θα πεθάνουμε μαζί και οι δύο.
— Αυτό θα ήταν υπέροχο, είπε.
Μετά από αυτή την κουβέντα με πήρε για λίγο ο ύπνος. Έκλεισα τα μάτια μου και δε σκεφτόμουν τίποτα κι ένιωσα γαληνεμένος.
— Θα ήθελες να σου πω κάτι για σένα που είναι πολύ ενδιαφέρον; Με ρώτησε η γιαγιά μου.
— Ναι, σε παρακαλώ, γιαγιά, είπα, χωρίς ν' ανοίξω τα μάτια μου.
— Δεν μπορούσα να το πιστέψω στην αρχή, αλλά είναι ολοφάνερο πως είναι αλήθεια, μου είπε.
— Για τι πράγμα μιλάς; Τη ρώτησα.
— Για την καρδιά ενός ποντικιού, είπε. Η καρδιά σου χτυπάει πεντακόσιες φορές το λεπτό! Δεν είναι εκπληκτικό;
— Δεν είναι δυνατόν, είπα, ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια μου.
— Είναι αληθινό όπως το γεγονός πως αυτή τη στιγμή καθόμαστε εδώ και κουβεντιάζουμε, μου είπε. Είναι κάτι σαν θαύμα.
— Αυτό σημαίνει σχεδόν εννιά παλμούς το δευτερόλεπτο, φώναξα, κάνοντας τον υπολογισμό από μνήμης.
— Σωστά, είπε. Η καρδιά σου χτυπάει τόσο γρήγορα, που είναι αδύνατο να ξεχωρίσεις έναν έναν τους χτύπους της. Το μόνο που ακούει κανείς είναι ένας απαλός ήχος σαν βουητό.
Φορούσε ένα δαντελένιο φουστάνι και η δαντέλα μού γαργαλούσε συνέχεια τη μύτη. Αναγκάστηκα ν' ακουμπήσω το κεφάλι μου στα μπροστινά μου πόδια.
— Έχεις ακούσει ποτέ το βουητό της καρδιάς μου, γιαγιά; Τη ρώτησα.
— Συχνά, μου είπε. Το ακούω όταν είσαι ξαπλωμένος πολύ κοντά μου στο μαξιλάρι το βράδυ.
Μείναμε σιωπηλοί οι δυο μας μπροστά στη φωτιά για αρκετό διάστημα μετά από αυτή την κουβέντα μας και σκεφτόμασταν όλα αυτά τα θαυμαστά πράγματα.
— Αγαπούλα μου, είπε στο τέλος, είσαι σίγουρος πως δε σε πειράζει που θα παραμείνεις ποντίκι για όλη την υπόλοιπη ζωή σου;
— Δε με νοιάζει καθόλου, της είπα. Δεν έχει σημασία το ποιος είσαι ή με τι μοιάζεις για όσο διάστημα κάποιος σ' αγαπάει και νοιάζεται για σένα.
μετάφραση: Κώστια Κοντολέων
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
Ζωγραφιά της Μπέατριξ Πάτερ |