μικρή Άννα είναι πια τώρα σε θέση να καταλαβαίνει τη μεγαλοπρέπεια του κόσμου. Δεν κάθεται να κοιτάζει με απορία όταν περνούν τα σύννεφα, όταν αστράφτει σαν πέφτει βροχή. Έγινε φίλη και με τα δέντρα. Τα δέχτηκε σαν πλάσματα που ήρθαν στη γη μονάχα για να την ευχαριστούνε: να της κάνουν σκιά άμα έχει ήλιο, ή να σαλεύουν τα φύλλα τους όταν φυσά τ' αγέρι, για να παίζει. Μονάχα σαν ήρθε το χιόνι, αυτό ήταν πολύ νέο και η Άννα γοητεύτηκε. Κόλλησε το πρόσωπο της στο τζάμι του παραθύρου κι έμεινε ώρα κοιτάζοντας την άσπρη μαγεία που έπλεε στην ατμόσφαιρα. Το φως, στα γαλάζια μάτια της ανακατεύτηκε τότε παράξενα με το άσπρο φως του χιονιού. Ήταν σα να ήρθε αφρός και κύματα, σα να ήρθε Αιγαίο μες στον χειμωνιάτικο κλειστό χώρο του δωματίου.
Η Άννα είδε το χιόνι, πλημμύρισε τα μάτια της από χιόνι, κι έπειτα:
— Τι είναι αυτό; ρώτησε τη μητέρα της.
— Χιόνι είναι, Άννα. Το λένε χιόνι.
— Γιατί το λένε χιόνι;
— Έτσι το λένε. Γιατί είναι πολύ άσπρο κι έρχεται ίσια απ' τον ουρανό.
Η Άννα θυμάται το κάτασπρο φόρεμα που της βάζουν τις μέρες που έχει ήλιο. Έχει μια σπάνια ικανότητα να συνδέει αμέσως τις όμοιες εικόνες, τα όμοια σχήματα και τα χρώματα.
— Όταν θα βάλω τα άσπρα μου, λέει, θα είμαι κι εγώ χιόνι.
— Ναι, Άννα, θα είσαι σαν το χιόνι. Θα σε λέμε τότε Χιονάτη. Έτσι ήταν η Χιονάτη.
— Έτσι ήταν η Χιονάτη; Τι είναι Χιονάτη;...
— Α, ναι. Δεν ξέρεις τίποτα για τη Χιονάτη. Θα σου πω.
Κι ενώ το χιόνι έπεφτε ολοένα, η Άννα έμαθε ό,τι έπρεπε να μάθει για τη Χιονάτη. Δεν ήταν η Χιονάτη του ξενικού παραμυθιού, αυτή με την κακιά βασίλισσα και με τους νάνους. Ήταν μια άλλη Χιονάτη, ένα κοριτσάκι βοσκών που ζούσε στην Ελλάδα. Εκεί στα μέρη της Πάρνηθας. Κανένα κακό πνεύμα δεν την έστειλε στο δάσος να χαθεί. Τέτοια κακά πνεύματα δεν ζουν στα βουνά της Ελλάδας. Έτυχε όμως να περάσει μια μέρα απ' το καλύβι τους ένα ελαφάκι, το μοναδικό ελαφάκι που ζούσε στα βουνά της Πάρνηθας. Η Χιονάτη καθόταν στην πόρτα του καλυβιού και ταξίδευε όνειρα πάνω στα σύννεφα, όταν είδε το ελάφι. Τρόμαξε πολύ, γιατί δεν είχε δει καμιάν άλλη φορά ελάφι.
Τζέσι Ουίλκοξ Σμιθ, Το καλοκαίρι περνά
Μα σαν μπόρεσε και το κοίταξε μες στα μάτια, στη στιγμή ξεφοβήθηκε, γιατί είδε τούτο το παράξενο:τα μάτια του ελαφιού ήταν δακρυσμένα, όπως ποτέ δεν γίνεται με τα άλλα πλάσματα του βουνού εξόν* απ' τους ανθρώπους.
«Πώς σε λένε;», του λέει η Χιονάτη παίρνοντας θάρρος.
«Με λένε ελάφι».
«Και πού μένεις; Δεν σε είδα καμιά φορά εδώ στα μέρη μας»
«Πού να με δεις, κοριτσάκι; Εγώ ζω βαθιά μες στο δάσος που είναι πέρα απ' το "Άρμα", πέρα απ' τη μεγάλη χαράδρα»
«Και είσαι εκεί έρημο και μονάχο;».
«Είμαι μονάχο, κοριτσάκι, όμως δεν είμαι έρημο. Έχω πολλούς συντρόφους».
«Έχεις πολλούς συντρόφους;».
«Ου! Έχω πολλούς! Έχω τα φύλλα που βουίζουν στα δέντρα και που μηνούν τον καιρό που θα 'ρθει, έχω τα σκουλήκια που σαλεύουν στη γη, έχω το χορτάρι που φυτρώνει ύστερα από τη βροχή. Δεν είμαι μονάχο».
«Και τα μάτια σου γιατί είναι έτσι; Γιατί κλαιν τα μάτια σου;».
Το ελάφι δεν ξέρει τι να πει γι' αυτό, δεν ξέρει τίποτα σίγουρο. Σαν ήταν μικρό, είχε μια φορά ακούσει ένα παλιό παραμύθι που του λέγανε, μια ιστορία των προγόνων του, των πρώτων ελαφιών που ήρθαν στη γη. Ζούσανε, λέει, τα ελάφια σε μεγάλα παρθένα δάση και ήταν πολύ καλά έτσι που ζούσαν ξένοιαστα με τ' άλλα θεριά και τα πουλιά, όταν κάποτε ξεστράτισαν*. Βγήκαν απ' τα λημέρια τους, περιπλανήθηκαν πολλές μέρες και πολλές νύχτες, κι άξαφνα βρέθηκαν μες στη χώρα των ανθρώπων. Ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που αντίκριζαν τα πρώτα ελάφια του κόσμου. Κάθισαν τα ελάφια και τους παραφύλαξαν. Και είδαν: Τα παράξενα πλάσματα με τα δυο πόδια όλη τη μέρα σκύβαν στη γη και τη σκάβανε, την ξεκολνούσαν* και πάλι την άφηναν στον τόπο της. Όλη τη μέρα βογκούσαν, ώσπου ερχόταν η νύχτα και βγαίναν τα άστρα. Τότε μόνο, σαν πέφτανε να κοιμηθούν, ησύχαζαν. Και πάλι, όταν τα άστρα φεύγανε, πάλι άρχιζαν να χτυπούν τη γη, σα μια δύναμη σκοτεινή να τους πρόσταζε όλο να σκάβουν κι όλο να βασανίζονται βγάζοντας το χώμα απ' τη γη. Όμως το χώμα πάλι έπεφτε πίσω, η γη ήταν ατέλειωτη, ατέλειωτο ήταν και το μαρτύριο των ανθρώπων.
Περίεργα τα ελάφια πήγαν πιο κοντά και τους κοίταξαν μες στα μάτια. Για πρώτη φορά είδαν δάκρυα μες στα μάτια των ανθρώπων. Τότε κι εκείνα δάκρυσαν. Κι από κείνη τη μέρα όλα τα ελάφια του κόσμου κλαίνε — για τη μνήμη των ανθρώπων της γης που βασανίζονται.
* εξόν: εκτός *ξεστράτισαν (ξεστρατίζω): βγήκαν από το δρόμο τους, από την κανονική τους πορεία * την ξεκολνούσαν (ξεκολνώ): τηνξεκολλούσαν
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
|