Κοσμά Πολίτη, «Πάροδος» (απόσπασμα)

[...] Καμιά φορά, το βραδάκι, παίρναμε οι δυο μας, η γυναίκα μου κι εγώ, το βαποράκι της συγκοινωνίας, από τη βαπορόσκαλα του λιμανιού, και βγαίναμε στην τελευταία σκάλα, στο Κοκάργιαλι. Για να ξέρεις, Κοκάργιαλι θα πει ο μυρωμένος γιαλός. Καθόμασταν σ' ένα καφενεδάκι που βούταγε τα πόδια του στη θάλασσα. Κι αλήθεια, ο γιαλός, εδώ, με τη βραδινή φυρονεριά, μοσκοβολούσε αχινιό και χάβαρο. Ανοίγανε τα πνεμόνια σου. Μπαρμπούνι μεζεδάκι. Καρσί μας το μπουγάζι, γαλατερό αυτή την ώρα της μπουνάτσας, και σαν έπαιρνε να σκοτεινιάσει, βγαίνανε οι ψαροπούλες και ζώνανε τη θάλασσα με πυροφάνια, αραδιασμένες από το Τσιφλίκι του Άι - Γιωργιού, κάτω από τα Δυο Αδέρφια, ώσαμε την άλλη κόστα, πέρ’ από του Παπά τη Σκάλα. Στεριανός εγώ, πολλά είχα μάθει από της γης, μα ένιωθα να μου λείπει η μαθή της θάλασσας.

Μα εκείνη τη μέρα, τι να κάναμε, πλαγιάσαμε νωρίς. Μόλις που βράδιαζε. Κουβέντιασα με την Κατερίνα για τούτο και για κείνο, πως αργήσανε τα πρωτοβρόχια, πως τόσες και τόσες γούλες από λάχανα και κουνουπίδια πηγαίνανε χαμένες, και πως θα ’τανε καλά ν’ αγοράζαμε μια γουρούνα. Θα τη θρέφαμε τζάμπα. Θα τη βάζαμε και με τον αρσενικό του Επαμεινώντα, και σε δυο τρία χρόνια, πουλώντας τα γουρουνόπουλα, θα χτίζαμε ακόμα μια καμαρούλα, για το γιο μας, που θα 'χε μεγαλώσει ώσαμε τότε. Κουβέντες σπιτικές, του καλού καιρού. Ύστερα κόμπιασα, και της είπα πως ήκλαιγε ο Επαμεινώντας για τη συφορά του έθνους. Φαίνεται πως λύγισε κι εμένα η φωνή μου, γιατί η Κατερίνα μου χάδεψε το χέρι. Το παιδί μας, μου λέει. Ναι, ο γιος μας, είπα κι εγώ, καταλαβαίνοντας πού πήγαινε ο νους της. Της μίλησα και για την μπουγάδα της Ασήμως, και για τις καπνιές. Πρωτύτερα, μου λέει, που βγήκα για να πετάξω τα φρόκαλα στον τενεκέ, είδα ένα σύννεφο, το χρώμα του σαν το μπακίρι, προς τη μεριά του Μπασμαχανέ. Ιδέα σου, της λέω – μ’ όλο που είχα δει κι εγώ το σύννεφο. Δε φοβήθηκα, μου αποκρίθηκε. Μονάχα, το παιδί μας.

Μας πήρε ο ύπνος.

Κάτι μας ξύπνησε μέσα στη νύχτα. Η κάψα; Οι φωνές; Σκυλιά ουρλιάζανε. Η φωτιά είτανε μακριά. Καρατάρησα με το μάτι πως θα ’χε φτάσει από το Μπασμαχανέ στον Άι - Δημήτρη, αφού είχε πάρει σβάρνα ολάκερη την Αρμενιά. Μας χώριζε πάνω από ένα μίλι ακόμα. Ένα σύννεφο μπακιρί σκέπαζε το μισό ουρανό. Μπροστά μου, τ’ Αλάνι λες και φωτιζότανε από ένα πλούσιο ηλιοβασίλεμα, πορτοκαλί. Ανθρώποι βγαίνανε από τα σπίτια, κοιτάζανε ψηλά, μαζώνονταν εδώ κι εκεί, φωνάζανε, χειρονομούσαν, ξαναμπαίνανε στα σπίτια τους και πάλι ξαναβγαίνανε, φωνάζανε, κοιτάζανε ψηλά. Είχε σηκωθεί σορόκος, όχι δυνατός, όσο χρειαζότανε για να το γλεντά η φωτιά. Δε βιαζότανε, σίγουρη για τον εαυτό της, ξέροντας πως ατή της είτανε ο νόμος κ’ οι προφήτες. Σεργιάνιζε στις σκεπές, χωνότανε στα σπίτια, ξεπεταγότανε απ’ τα παράθυρα. Ο καπνός ανέβαινε κόκκινος, καρουλιαστός, απλωνότανε ύστερα σε μπακιρένια σύννεφα. Στεκόμουνα στο μπαξέ μου. Τα πουλιά, ξεγελασμένα από τη λάμψη, από το φως, είχανε ξυπνήσει και τσιβίζανε μέσα στις φυλλωσιές. Στεκόμουνα στο μπαξέ μου. Όμορφος μπαξές, ποτιστικός. Τώρα ποτίζω τούτες τις δυο γλάστρες.

Φωνάζανε από τ’ Αλάνι. Δεν καταλάβαινα τι λέγανε. Το καμίνι που ερχότανε κατά δω, άδραχνε τα λόγια, τα ξάτμιζε, τα ’κανε αχνό. Μπήκα στο σπίτι. Η Κατερίνα με κοίταξε στα μάτια. Μη νοιάζεσαι, της λέω, κι εδώ να ’ρθει η φωτιά, θα τη σταματήσει τ’ Αλάνι. Το ξυπνητήρι έδειχνε κοντά έντεκα η ώρα. Θα 'χαμε κοιμηθεί καμιά δυο ώρες.

Σιγά σιγά, πήρε τ’ αφτί μου ένα βουητό, σα να κύλαγε άγριο ποτάμι, ξεχειλούσε κατά δω, ζύγωνε ολοένα. Και ξαφνικά, μπουκάρανε απ’ τα σοκάκια κοπάδι ανθρώποι, σκυφτοί, αλαφιασμένοι, μ’ ένα μπόγο στον ώμο, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά, μ’ ένα τέντζερε στα χέρια ή μ’ ένα μύλο του καφέ, πράματα ασυλλόγιστα, τρελά, μουγγοί, ούτε γυναίκες στριγγλίζανε ούτε γέροι να βογγάνε ούτε μωρά να κλαψουρίζουνε – μονάχα σούρσιμο στο χώμα και ποδοβολητό. Μουγγοί, σκυφτοί, μ’ αγριεμένα μούτρα, τραβάγανε μπροστά.

Φόρεσα ένα παντελόνι πάνω από τη νυχτικιά μου και κατέβηκα στ’ Αλάνι. Πέσαμε πλάι τους.

— Βρε παιδιά, πού πάτε;

Δείξανε μπροστά.

— Σταθείτε, βρε παιδιά, δεν έχει φόβο εδώ, μπείτε στα σπίτια μας, είναι δικά σας. Μπείτε να ξαποστάσετε.

Δεν αποκρίνονταν, μόνο τραβάγανε μπροστά. Βγαίνανε απ’ την κόλαση, πορτοκαλιοί και κόκκινοι απ’ τη μεριά που χτύπαγε η φωτιά. Οι άντροι, τελοσπάντων, είναι άντροι. Παραβλέπεις. Μα οι γυναίκες είτανε φριχτές, ξεμαλλιασμένες και μες στη μουτζαλιά. Μια κράταγε ένα κόσκινο, μιαν άλλη φόραγε στο κεφάλι της ένα καπέλο με φτερά και είτανε ξυπόλητη, και μια είχε φορτωθεί στον ώμο της ολάκερο φορτσέρι, κοπελίτσα, θα ’τανε τα προικιά της. Άλλοι σηκώνανε στη ράχη τους παππούδες και γιαγιάδες. Δυο, είχανε πλέξει τα χέρια τους καρεγλάκι και κουβάλαγαν ένα γέρο πετσί και κόκαλο, με το πηγούνι του ακουμπιστά στο στήθος. Ένας παπάς οδήγαγε μπροστά ένα δεύτερο κοπάδι.

— Αμάν, πού πάτε, βρε παιδιά;

Αμάν αμάν! η φωτιά τους είχε κάψει τη μιλιά, τους στέγνωσε το σάλιο. Κι ο ρόχος της φωτιάς ούρλιαζε τώρα, γέμιζε τον αέρα. Μπρος από τον παπά, ένα παιδάκι, ανίδεο, κύλαγε το τσέρκι του, ευτυχισμένο.

Ένα γρήγορο ποδοβολητό ακούστηκε σε κάποιο καλντερίμι. Οι Τούρκοι! στριγγλίξανε οι γυναίκες του μαχαλά, και δυο αλόγατα χυμήξανε στ’ Αλάνι, έρημα και ξεσέλωτα, σταθήκανε απότομα, χλιμιντρήσανε ψηλά τον ουρανό, και ύστερα χυθήκανε μπροστά, χαθήκανε μες στους μπαξέδες.

Βρήκα την Κατερίνα καθιστή σε μια καρέγλα. Βαρεμένη πέντε μηνώ. Το μούτρο της είταν τσαλακωμένο. Δεν αισθάνεσαι καλά; Τίποτα, μου λέει, ένα πονάκι, φαίνεται πως κλωτσάει το μωρό. Δε θέλησε να ξαναπλαγιάσει… Λένε για τον οξαποδώ, πως ύστερ’ από τα μεσάνυχτα βιάζεται να τελέψει τη δουλειά του, πριν να λαλήσει κόκορας την αυγή. Το ίδιο βιαζότανε τώρα η φωτιά, διχάλωνε, τριχάλωνε, έζωνε την Άγια Φωτεινή, τον Άι - Γιώργη, μια τρίτη γλώσσα έγλειφε κιόλα το μαχαλά της Άγιας Αικατερίνης. Έδινε χέρι κι ο σορόκος στη φωτιά, κι αυτή σαλτάριζε, ήβλεπες ένα σπίτι να φουντώνει πολύ πιο εδώ, στα Τράσα ή στο Κερατοχώρι, μοναχικό, και ύστερα, σε μια στιγμή, ν’ αρπάζει ολάκερο σοκάκι. Ο ρόχος σκέπαζε κάθε άλλο σαματά, χίλιοι άνεμοι ουρλιάζανε, χοχλακιστός, καρουλιαστός… Βγήκε η Κατερίνα και ήρθε πλάι μου. Πώς αισθάνεσαι; Τίποτα, ένα πονάκι λίγο πιο κάτω από τον αφαλό… Άκου, μου λέει σε λίγο, στήσε αφτί, σημαίνει μια καμπάνα. Είναι η πυρωμένη ανάσα της φωτιάς, εξήγησα της Κατερίνας, αυτή κουνάει τις καμπάνες και σημαίνουνε.

Δεν ξέρω τι κάνανε οι γειτόνοι, μας χωρίζανε οι μπαξέδες, τα δέντρα, οι έγνοιες. Μας τσουρούφλιζε η κάψα της φωτιάς… Όχι, μουρμούρισε κάποια στιγμή πλάι μου η Κατερίνα, δεν είναι από την ανάσα της φωτιάς, που σήμανε η καμπάνα. Πάλι σημαίνει, άκου… Το ’πε σα να ’τανε ονειροπαρμένη, κι αυτό δε μ’ άρεσε. Μονάχα μια καμπάνα, πάλι μου λέει, σημαίνει. Άκου… Ξάφνου, σωριαστήκανε πέρα ένας τρούλος εκκλησιάς κι ένα καμπαναριό, έτσι, σαν ψεύτικα, τίποτα δεν ακούστηκε μέσα στο ρόχο της φωτιάς, μονάχα η καμπάνα σήμαινε, και τότε, κοίτα, Γιακουμή, μου λέει – ένα ράσο τινάχτηκε ψηλά κι ανέμιζε απλωτό, κούφιο, μαύρο πάνω στο μπακιρί ουρανό, το ράσο του δεσπότη, μου λέει, και πλάι στο ράσο κορωνίζει μια καμπάνα σαν ήλιος ασπροπυρωμένη και αστραφτερή… και ούλο ανέβαινε και σήμαινε λυπητερά η καμπάνα, ψηλά, ολοένα πιο ψηλά πλάι στο ράσο – ούτε φεγγάρι ούτε άστρα είχε ο ουρανός – ώσπου χαθήκανε από τα μάτια μας κι από τ’ αφτιά μας κι απόμεινε μονάχα ο ρόχος και το καμίνι της φωτιάς, και τα πουλιά ξεσηκωθήκανε και φρουφρουρίσανε αλάργα, και το κίτρινο γατί μας πήδηξε από την αγκαλιά της Κατερίνας και κυνηγούσε τ’ άπιαστα πουλιά.

Η Κατερίνα κάθισε στο κατώφλι. Πονάς; Δεν είναι τίποτα, κλωτσάει το μωρό. Άλλα κοπάδια ροβολούσανε στ’ Αλάνι, βαμμένα κόκκινο πορτοκαλί, πότε γυρίζανε στο κίτρινο πότε στο βυσσινί, από τα σπίτια ολόγυρα στ’ Αλάνι βγάζανε μόμπιλα και τα στοιβάζανε καταμεσής, σωροί σωροί, ανθρώποι χειρονομούσανε κι ανοιγοκλείνανε το στόμα τους μα δεν έβγαινε μιλιά, ούλα πνιγμένα μέσα στο ρόχο της φωτιάς – και να, καθώς κοιτάζαμε, μια φλόγα ξεπήδησε από μια σκεπή, μιαν άλλη κείθε, μια άλλη δώθε, άρπαξε μια βελέντζα εδώ, ένα στρώμα εκεί, μια μπατανία, ένα κοφίνι, αφανοί του Άι - Γιάννη, κανένας δεν τους πήδαγε, ύστερα λαμπάδιασε το πεύκο του μπαξέ μας, πετάγονταν οι κουκουνάρες ίδιες φλογισμένα τοπία – μην τρέχεις, είπε η Κατερίνα, το παιδί – τη σήκωσα στα χέρια βαρεμένη πέντε μηνώ, σταμάτησα εκατό δρασκελιές πιο πέρα, στο χωραφάκι με το θερισμένο καλαμπόκι, την απόθεσα χάμω στην άλλη άκρη, πλαγιαστή, δε βαστάω πια, μου λέει, σφιγγότανε τρεμουλιαστά, με το μανίκι της νυχτικιάς μου σφούγγιζα τον ιδρώτα πάνω στο κούτελό της, βογγούσε, μούγκριζε, τρίζανε τα δόντια της, πονάω, πονάω κάτω από τον αφαλό, εκεί απόβαλε το γιο μας, είτανε γιος, το ’δα στη φλόγα του σπιτιού, κ’ η σίχλια γης ρούφηξε ούλο της το αίμα… Παιδούλα, ονειρευότανε την ευτυχία η Κατερίνα.

[πηγή: Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου. Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας, επιμ. Peter Mackridge, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2007, σ. 150-154]

εικόνα