Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Άνθος του γιαλού» (απόσπασμα)


Ο Κόκοϊας, ήρχισε τότε να διηγείται:

— Ακούστε να σας πω, παιδιά. Εγώ που με βλέπετε, έφθασα τη γριά-Κοεράνω του Ραγιά, την μαννού αυτής της Βάσως της γειτόνισσας, καθώς και τη μάννα της Γκαβαλογίνας, ακόμα κι άλλες γριές. Μου είχαν διηγηθεί πολλά πρωτινά, παλαιικά πράματα, καθώς κι αυτό που θα σας πω τώρα:

»Βλέπετε αυτό το χάλασμα, το Καλύβι της Λουλούδως, που λένε πως είναι στοιχειωμένο; Εδώ τον παλαιόν καιρό εκατοικούσε μια κόρη, η Λουλούδω, οπού την είχαν ονοματίσει για την εμορφιά της, – έλαμπε ο ήλιος, έλαμπε κι αυτή - μαζί με τον πατέρα της τον γερο-Θεριά (ελληνικά τον έλεγαν Θηρέα), όπου εκυνηγούσε όλους τους Δράκους και τα Στοιχειά, με την ασημένια σαγίτα και με φαρμακωμένα βέλη. Ένα Βασιλόπουλο από τα ξένα την αγάπησε την όμορφη Λουλούδω. Της έδωκε το δαχτυλίδι του, κ’ εκίνησε να πάει στο σεφέρι και της έταξε με όρκον ότι, άμα νικήσει τους βαρβάρους, την ημέρα που θα γεννηθεί ο Χριστός, θα έρθει να την στεφανωθεί.

»Επήγε το Βασιλόπουλο. Έμεινεν η Λουλούδω, ρίχνοντας τα δάκρυά της στο κύμα, στον αέρα στέλνοντας τους αναστεναγμούς της, και την προσευχή στα ουράνια, να βγει νικητής το Βασιλόπουλο, να έρθει η μέρα που θα γεννηθεί ο Χριστός, να γυρίσει ο σαστικός της να την στεφανωθει.

»Έφτασε η μέρα που ο Χριστός γεννάται. Η Παναγία με αστραφτερό πρόσωπο, χωρίς πόνο, χωρίς βοήθεια, γέννησε το Βρέφος μες στη Σπηλιά, το εσήκωσε, το εσπαργάνωσε με χαρά, και το ’βαλε στο παχνί, για να το κοιμίσει. Ένα βοϊδάκι κ’ ένα γαϊδουράκι εσίμωσαν τα χνώτα τους στο παχνί κ’ εφυσούσαν μαλακά να ζεστάνουν το θείο Βρέφος. Να, τώρα θα ’ρθει το Βασιλόπουλο, να πάρει την Λουλούδω!

»Ήρθαν οι βοσκοί, δυο γέροι με μακριά άσπρα μαλλιά, με τις μαγκούρες τους, ένα βοσκόπουλο με τη φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ’ έπεσαν κ’ επροσκύνησαν το θείο Βρέφος. Είχαν ιδεί τον Αγγέλλον αστραπόμορφον, με χρυσογάλανα λευκά φτερά, είχαν ακούσει τ’ αγγελούδια που έψαλλαν: Δόξα εν υψίστοις Θεώ! Έμειναν γονατιστοί, μ’ εκστατικά μάτια, κάτω από το παχνί, πολλήν ώρα, κ’ ελάτρευαν αχόρταγα το θάμα το ουράνιο. Να! τώρα θα ’ρθει το Βασιλόπουλο, να πάρει την Λουλούδω!

»Έφτασαν κ’ οι τρεις Μάγοι, καβάλα στις καμήλες τους. Είχαν χρυσές μίτρες στο κεφάλι, κ’ εφορούσαν μακριές γούνες με πορφύρα κατακόκκινη. Και τ’ αστεράκι, ένα λαμπρό χρυσό αστέρι, εχαμήλωσε κ’ εκάθισε στη σκεπή της Σπηλιάς, κι έλαμπε με γλυκό ουράνιο φως, που παραμέριζε της νύχτας το σκοτάδι. Ο τρεις βασιλικοί γέροι ξεπέζεψαν απ’ τις καμήλες τους, εμπήκαν στο Σπήλαιο, κ’ έπεσαν κ’ επροσκύνησαν το Παιδί. Άνοιξαν τα πλούσια τα δισάκια τους, κ’ επρόσφεραν δώρα: χρυσόν και λίβανον και σμύρναν.

- »Να! τώρα θα ’ρθει το Βασιλόπουλο, να πάρει την Λουλούδω!

»Πέρασαν τα Χριστούγεννα, τελειώθηκε το μυστήριο, έγινε η σωτηρία, και το Βασιλόπουλο δεν ήρθε να πάρει την Λουλούδω! Οι βάρβαροι είχαν πάρει σκλάβο το Βασιλόπουλο. Το φουσάτο του είχε νικήσει στην αρχή, τα φλάμπουρά του είχαν κυριέψει με αλαλαγμό τα κάστρα των βαρβάρων. Το Βασιλόπουλο είχε χυμήξει με ακράτητην ορμή, απάνω στο μούστωμα και στη μέθη της νίκης. Οι βάρβαροι με δόλο τον είχαν αιχμαλωτίσει!

»Τα δάκρυα της κόρης επίκραναν το κύμα τ’ αρμυρό, οι αναστεναγμοί της εδιαλύθηκαν στον αέρα, κ’ η προσευχή της έπεσε πίσω στη γη, χωρίς να φθάσει στο θρόνο του Μεγαλοδύναμου. Ένα λουλουδάκι αόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ανάμεσα στους δυο αυτούς βράχους, οπού το λεν Άνθος του Γιαλού, αλλά μάτι δεν το βλέπει. Και το Βασιλόπουλο, που είχε πέσει στα χέρια των βαρβάρων, επαρακάλεσε να γίνει Σπίθα, φωτιά του πελάγους, για να φτάσει εγκαίρως, ως την ημέρα που γεννάται ο Χριστός, να φυλάξει τον όρκο του, που είχε δώσει στη Λουλούδω.

»Μερικοί λένε, πως το Άνθος του Γιαλού έγινε ανθός, αφρός του κύματος. Κ’ η Σπίθα εκείνη, η φωτιά του πελάγου που είδες, Μάνο, είναι η ψυχή του Βασιλόπουλου, που έλιωσε, σβήσθηκε στα σίδερα της σκλαβιάς, και κανείς δεν την βλέπει πια, παρά μόνον όσοι ήταν καθαροί τον παλαιόν καιρόν, και οι ελαφροΐσκιωτοι στα χρόνια μας.

[πηγή: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, τ.4, κριτ. έκδ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Δόμος, Αθήνα 2005, σ. 154-156]

εικόνα