ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΠΡΟ - ΙΣΤΟΡΙΑ |
7. Παλαιολιθική εποχή
A. Όταν ο άνθρωπος ήταν τροφοσυλλέκτης Πριν από πολλά εκατοµµύρια χρόνια, η γη ήταν σκεπασµένη ολόκληρη µε νερό. Ήταν µια απέραντη θάλασσα. Σιγά σιγά η στεριά µε τα βουνά, τους λόφους, τις πεδιάδες άρχισε να προβάλλει µέσα από το νερό.Με το πέρασµα των χρόνων η στεριά σκεπάστηκε από πυκνά δάση. Μέσα σ’ αυτά ζούσαν αµέτρητα ζώα. Πολλά απ’ αυτά ήταν τεράστια, όπως οι δεινόσαυροι. Αργότερα οι δεινόσαυροι εξαφανίστηκαν κι άλλα µικρότερα ζώα εµφανίστηκαν. Μέσα στο περιβάλλον αυτό η ζωή των πρωτόγονων ανθρώπων ήταν πολύ δύσκολη. Για να βρούνε τροφή τριγυρνούσαν εδώ κι εκεί µαζεύοντας σπόρους και καρπούς από τα δέντρα και ψάχνοντας στο χώµα για βολβούς και ρίζες. Επειδή ζούσαν συλλέγοντας την τροφή τους, όπως την εύρισκαν στη φύση, τους ονόµασαν τροφοσυλλέκτες. Τα πρώτα εργαλεία που χρησιµοποίησαν οι άνθρωποι ήταν οι πέτρες. Μ’ αυτές έσκαβαν το χώµα για να βρίσκουν τροφή, και χτυπούσαν τα άγρια θηρία που ορµούσαν εναντίον τους. Σιγά σιγά έµαθαν να χτυπούν τις πέτρες µεταξύ τους, να τις σπάνε και να τους δίνουν το σχήµα που ήθελαν. 1. Χειροπέλεκυς, το πρώτο εργαλείο του ανθρώπου.
2. Τροφές των πρώτων ανθρώπων. |
Β. Όταν ο άνθρωπος έγινε κυνηγός Κάποτε η θερµοκρασία της γης άρχισε να πέφτει. Χιόνια και πάγοι σκέπασαν το µεγαλύτερο µέρος της. Το κρύο ήταν τσουχτερό! Πολλά ζώα δεν άντεξαν το κρύο και πέθαναν. 3. Πέλεκυς (τσεκούρι µε ξύλινη λαβή), κοκάλινα αγκίστρια, αιχµή από πέτρινο βέλος.
|
5. Βραχογραφίες
Αλλά όταν κατάφεραν ν’ αποµακρύνουν τα χώµατα και να µπουν στη σπηλιά, είδαν στο φως των πυρσών πως οι τοίχοι ήταν σκεπασµένοι µε παραστάσεις ζώων σε κόκκινα, κίτρινα, µαύρα και καφέ χρώµατα. Είδαν ζωγραφισµένα, µε µεγάλη τέχνη, ένα ολόκληρο κοπάδι από τάραντες(ταράνδους), ένα µαµούθ, πελώριο κι άγαρµπο, µια αρκούδα των σπηλαίων να δρασκελίζει ένα βράχο, ένα λύκο να παραµονεύει στη γωνιά και το πιο καταπληκτικό απ’ όλα, έναν αρσενικό βίσονα, τόσο ζωντανό, και µε τέτοια ακρίβεια, και λεπτοµέρεια ζωγραφισµένο, που σου έκοβε την ανάσα. ∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι είναι έργα ανθρώπων που ήταν σύγχρονοι µ’ αυτά τα ζώα, που τα παρατηρούσαν από κοντά και ήξεραν τις συνήθειές τους. Κ. Σίνου, Στο σκοτάδι της σπηλιάς, σελ 21 και 28
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
|
2. Νεολιθική εποχή
Όταν ο άνθρωπος έγινε γεωργός και κτηνοτρόφος Αργότερα έπεσαν πολύ δυνατές βροχές και οι πάγοι έλιωσαν. Η θερµοκρασία ανέβηκε. Η γη ζεστάθηκε και γέµισε φυτά. Oι άνθρωποι, παρατηρώντας τη φύση, έµαθαν πότε φύτρωναν τα φυτά και πότε έκαναν τους καρπούς τους. Άρχισαν να καλλιεργούν οι ίδιοι διάφορα φυτά, δηµητριακά και όσπρια, κοντά σε µέρη που υπήρχε νερό, κι έγιναν γεωργοί.Εξηµέρωσαν και µερικά ζώα, όπως το σκύλο, που τους βοηθούσε στο κυνήγι, το πρόβατο, την κατσίκα και το βόδι, που τους έδιναν το γάλα, το µαλλί, το κρέας και το δέρµα τους. Έτσι έγιναν κτηνοτρόφοι. Δεν χρειαζόταν πια να τριγυρνούν από τόπο σε τόπο για να βρουν την τροφή τους. Την παρήγαγαν µόνοι τους. Κοντά στα χωράφια τους έφτιαξαν τα σπίτια τους, µε δέρµατα ζώων και κλαδιά στην αρχή κι αργότερα µε κορµούς µικρών δέντρων. Πολλοί µαζί ένιωθαν µεγαλύτερη ασφάλεια. Γι’ αυτό έφτιαξαν τα σπίτια τους το ένα κοντά στο άλλο, έχτισαν γύρω γύρω τείχη και τον πιο γενναίο τον έκαναν αρχηγό τους. Έτσι σχηµατίστηκαν τα πρώτα χωριά, οι πρώτοι οικισµοί και άρχισε µια καινούργια εποχή, που ονοµάζεται νεολιθική. Αυτή την εποχή οι άνθρωποι καλυτέρευσαν πολύ τη ζωή τους. Έφτιαξαν πιο τέλεια εργαλεία και όπλα, όπως δρεπάνια, βελόνες, αγκίστρια, µαχαίρια και δόρατα. Έµαθαν να πλάθουν τον πηλό µε τα χέρια τους και να φτιάχνουν αγγεία, για να αποθηκεύουν τα προϊόντα τους, να µαγειρεύουν, να τρώνε και να πίνουν. Έµαθαν να γνέθουν το µαλλί των προβάτων, να το κάνουν νήµα, να το υφαίνουν και να φτιάχνουν ρούχα. Έτσι, σιγά σιγά, έγιναν τεχνίτες. Προόδευσαν και στις τέχνες. Τους άρεσαν τα στολίδια κι έφτιαχναν κοσµήµατα µε χρωµατιστές πέτρες και κοχύλια. Τα αγγεία τους ήθελαν να είναι όµορφα, γι’ αυτό τους έδιναν ωραία σχήµατα και τα ζωγράφιζαν µε διάφορα σχέδια. Έφτιαχναν και µικρά αγαλµατάκια από πηλό και πέτρα, τα ειδώλια. Αυτά παριστάνουν µια γυναίκα που εγκυµονεί. Είναι η πρώτη θεότητα που λάτρεψαν, η θεά της γονιµότητας. |
|
5. Η Μεγάλη Μητέρα
Ένας άνθρωπος της νεολιθικής εποχής διηγείται:
«Ξεχωριστή θέση ανάµεσά µας είχαν οι γυναίκες. Θαυµάζαµε τη δύναµη που έκρυβαν µέσα τους και µπορούσαν να φέρνουν στον κόσµο παιδιά! Μας θύµιζαν τη γη που γεννά κάθε χρόνο ένα σωρό νέα φυτά. Γι’ αυτό λατρέψαµε µαζί τη γυναίκα και τη γη, σαν µάνα θεά! Χωρίς να καταλαβαίνουµε πολύ καλά γιατί, πήραµε πηλό και φτιάξαµε µικρά ανθρωπάκια. Είχαν γυναικεία µορφή µε χοντρούλα κοιλιά, όπως είναι οι µάνες, όταν πρόκειται να γεννήσουν παιδιά. Φτιάξαµε ακόµα και τη µορφή της µάνας που κρατά στην αγκαλιά το µικρό παιδί της». Νάκου Ειρ., Ταξίδια στη προϊστορική Ελλάδα, σελ. 20
|
3. Η Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα
Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν µε τις ανασκαφές τους πολλούς νεολιθικούς οικισµούς στην Ελλάδα. Αφού µελέτησαν αυτά που βρήκαν, έµαθαν πολλά για τη ζωή και την ιστορία αυτών των ανθρώπων. Οι πιο σπουδαίοι οικισµοί είναι το Σέσκλο και το Διµήνι στη Θεσσαλία, κοντά στο Βόλο, και η Χοιροκοιτία στην Κύπρο. Το Σέσκλο ήταν χτισµένο πάνω σε λόφο, ανάµεσα σε δυο ρέµατα, και είχε πενήντα σπίτια. Το ∆ιµήνι χτίστηκε πάνω σ’ ένα χαµηλό λόφο κοντά στη θάλασσα. Γύρω του απλωνόταν µια µεγάλη πεδιάδα που την πότιζε ένα ποτάµι µε άφθονο νερό. Πιο πέρα ήταν το βουνό Πήλιο µε τα δάση του. Και οι δυο οικισµοί είχαν τείχη γύρω γύρω, για να προφυλάσσονται οι κάτοικοι. Οι κάτοικοι των οικισµών αυτών δηµιούργησαν ένα σηµαντικό πολιτισµό που ανήκε στη νεολιθική εποχή.
|
2. Το χωριό µου, το ∆ιµήνι
Ένα παιδί από το νεολιθικό ∆ιµήνι µάς διηγείται πώς κυλούσε η ζωή στο χωριό του.
«Ο ήλιος έχει ανέβει πολύ ψηλά στον ουρανό. Βρίσκοµαι εδώ, στη στέγη του µεγάρου από την ώρα που άρχισε ν’ ανατέλλει. Σήµερα είναι η σειρά µου να φυλάω το χωριό. Προσέχω µήπως κάποιοι ξένοι πλησιάσουν, για να τρέξω να το πω αµέσως στον αρχηγό που κατοικεί µέσα στο µέγαρο. Γεννήθηκα εδώ στο ∆ιµήνι και είµαι εννιά χρονών. Από εδώ ψηλά βλέπω όλο το χωριό µέσα κι έξω από τα τείχη. Οι πόρτες είναι όλες ανοιχτές αυτή την ώρα. Πολλές γυναίκες δουλεύουν στα γύρω χωράφια. Να η µητέρα µου. Σκάβει το χώµα για να σπείρει σιτάρι. Ο πατέρας µου έφυγε πολύ πρωί. Πάει για κυνήγι. Ο αδερφός µου βόσκει σήµερα µόνος του τις κατσίκες µας. Να, το σπιτάκι µας! Οι τοίχοι του είναι από πέτρα και πλίνθες και η σκεπή από καλάµια. Μέσα έχει ένα µόνο δωµάτιο και το πάτωµα είναι από χώµα που το έχουµε πατήσει πολύ καλά. Η αδερφή µου προσπαθεί ν’ ανάψει φωτιά στην εστία, χτυπώντας µεταξύ τους δυο γυαλιστερές πέτρες. Πάντα έχουµε τέτοιες πέτρες στο σπίτι µας. Τις χτυπάς µεταξύ τους και σπιθίζουν. Θα ψήσει το κυνήγι που θα φέρει ο πατέρας. Μπροστά σε ένα άλλο σπιτάκι µια άλλη γυναίκα αλέθει µε τις µυλόπετρες τους σπόρους του σιταριού. Θα τους κάνει αλεύρι και µ’ αυτό θα φτιάξει ψωµί. Πάνω στους τοίχους στεγνώνουν δέρµατα ζώων πλυµένα και τεντωµένα καλά. Ακούω καθαρά τα χτυπήµατα του τεχνίτη που φτιάχνει πέτρινα εργαλεία. Μπαµ! Μπαµ!, χτυπά τη µια πέτρα πάνω στην άλλη. Φτιάχνει τσεκούρια, µαχαίρια, λόγχες, λεκάνες, όλα από πέτρα. Να, ο πατέρας! Έρχεται κουβαλώντας στους ώµους του ένα σκοτωµένο ελάφι. Η µητέρα θα έρθει το σούρουπο. Πάντα φέρνει µαζί της φρούτα και σπόρους για να φάµε κι ένα µεγάλο δεµάτι ξύλα για τη φωτιά. Τον τελευταίο καιρό στο χωριό µας κάποιος ζυµώνει χώµα µε νερό. Με τον πηλό αυτό πλάθει αγγεία. Τα ψήνει πολλές ώρες µέσα σε δυνατή φωτιά. Αφού ψηθούν και κρυώσουν, τα ζωγραφίζει µε µαύρη µπογιά, που τη φτιάχνει ανακατεύοντας τριµµένο κάρβουνο και λίπος. Όλοι ενδιαφέρονται για τα αγγεία που φτιάχνει. Όταν µεγαλώσω, θα µάθω κι εγώ αυτή την τέχνη και θα φτιάξω πολλά αγγεία. Όταν ο ήλιος θα κρυφτεί πίσω από το βουνό, ο αδερφός µου θα γυρίσει απ’ τη βοσκή µε τα ζώα µας. Εγώ θα αρµέξω τις κατσίκες µας. Τότε οι πόρτες του τείχους γύρω απ’ το χωριό µας θα κλείσουν. Θα φάµε και µετά θα ξαπλώσουµε στα αχυρένια µας στρώµατα να κοιµηθούµε».
|
|