ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Αφού έπεσε η πόλη του Πριάµου και τέλειωσε ο δεκάχρονος Τρωικός πόλεµος, ξεκίνησαν τα πλοία των Αχαιών, για να γυρίσουν στην πατρίδα. Όµως οι θεοί του Ολύµπου ήτανε θυµωµένοι, γιατί µέσα στην Τροία οι Αχαιοί έκαψαν τους ναούς τους. Γι’ αυτό τους έστειλαν ανέµους δυνατούς κι άγρια θαλασσοταραχή, για να δυσκολέψουν το ταξίδι τους. Όλοι όµως γύρισαν γρήγορα στα σπίτια τους. Μόνο ο Οδυσσέας, ο πολυµήχανος βασιλιάς απ’ την Ιθάκη, περιπλανήθηκε δέκα ολόκληρα χρόνια σε θάλασσες και σε χώρες µακρινές και πέρασε πολλές ταλαιπωρίες, ώσπου να φτάσει στην Ιθάκη, την πατρίδα του. Τις περιπέτειες του Οδυσσέα µέχρι την επιστροφή του στην Ιθάκη µάς τις λέει ο Όµηρος στο έργο του «Οδύσσεια».
|
1. Στους Κίκονες, στους Λωτοφάγους και στους Κύκλωπες
Ο Οδυσσέας έφυγε µε δώδεκα καράβια από την Τροία. Όταν όµως ξανοίχτηκαν τα πλοία του στο Αιγαίο, οι θεοί έστειλαν άγριους ανέµους που τα έσπρωξαν βόρεια, στη χώρα των Κικόνων. Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του άρπαξαν απ’ τους Κίκονες ζώα και γλυκό κρασί και κάθισαν στην αµµουδιά να φάνε. Τότε όµως τους επιτέθηκαν όλοι οι Κίκονες µαζί κι έγινε άγρια µάχη. Πολλοί πολεµιστές σκοτώθηκαν κι οι άλλοι µπήκανε στα καράβια γρήγορα κι έφυγαν µέσα σε άγρια καταιγίδα. Ταξίδεψαν νότια ως τον κάβο Μαλέα. Τότε άρχισε να φυσά βοριάς που έσπρωξε τα καράβια µακριά, στην Αφρική. Έτσι έφτασαν στη χώρα των Λωτοφάγων. Βγήκανε στη στεριά κι ο Οδυσσέας έστειλε τρεις απ’ τους συντρόφους του να δουν τι άνθρωποι ζούσαν σ’ αυτή τη χώρα. Οι σύντροφοί του πήγαν κι όταν συνάντησαν τους Λωτοφάγους, εκείνοι τους έδωσαν να φάνε λωτούς, που ήταν φρούτα µαγεµένα! Αµέσως ξέχασαν πατρίδα και συντρόφους και δεν ήθελαν να φύγουν από εκεί. Ανήσυχος ο Οδυσσέας πήγε να τους βρει. Τους πήρε µε το ζόρι κι αµέσως διέταξε τα καράβια να σαλπάρουν. Μέρες πολλές ταξίδευαν, ώσπου οι άνεµοι τους έφεραν στο νησί των Kυκλώπων. Μόνο το πλοίο του Οδυσσέα πλησίασε εκεί. Τα άλλα έντεκα καράβια έµειναν σ’ ένα νησάκι απέναντι. Άραξαν το καράβι κι ο Οδυσσέας µε δώδεκα συντρόφους βγήκαν έξω. Κοντά στη θάλασσα είδαν µια θεόρατη σπηλιά και µπήκαν µέσα. Παντού υπήρχαν δοχεία µε γάλα και καλάθια µε τυρί και πλήθος αρνάκια και κατσίκια. Έφαγαν και περίµεναν να ’ρθει ο νοικοκύρης. Όταν τον είδαν όµως τρόµαξαν. Ήταν πανύψηλος κι είχε ένα µονάχα µάτι στο µέτωπο. Ήταν ο Κύκλωπας Πολύφηµος, ο γιος του Ποσειδώνα. Έκλεισε την πόρτα της σπηλιάς µ’ ένα τεράστιο βράχο κι άναψε δυνατή φωτιά. Τότε είδε τους ξένους και τους ρώτησε άγρια. «Ποιοι είστε εσείς»; «Ξένοι ναυαγοί, γυρίζουµε απ’ την Τροία», του είπε ο Οδυσσέας. Αµέσως ο Πολύφηµος άρπαξε δυο συντρόφους και τους έφαγε. Μετά έπεσε για ύπνο. Το πρωί έφαγε άλλους δύο, άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς, έβγαλε το κοπάδι, την ξανάκλεισε κι έφυγε. Τότε ο Οδυσσέας, ο πολυµήχανος, πήρε ένα µακρύ κλαδί, το έξυσε στην άκρη, ώστε να είναι µυτερό, και το έκρυψε στις στάχτες. |
Το βράδυ γύρισε ο Πολύφηµος κι έφαγε κι άλλους δυο από τους συντρόφους. Τον πλησίασε τότε ο Οδυσσέας κρατώντας ένα ασκί µε γλυκό κρασί και του πρόσφερε να πιει. Εκείνος ήπιε, του άρεσε και ζήτησε κι άλλο. «Ποιο είναι το όνοµά σου» ρώτησε τον Οδυσσέα τότε. «Κανένα µε φωνάζουν», απάντησε εκείνος. «Εσένα, Κανένα, θα σε φάω τελευταίο», ξανάπε ο Κύκλωπας και συνέχισε να πίνει, ώσπου τελείωσε όλο το κρασί και µεθυσµένος αποκοιµήθηκε. Σηκώθηκε τότε ο Οδυσσέας, άρπαξε το µυτερό κλαδί και, µε τη βοήθεια των συντρόφων του, το κάρφωσε στο µάτι του Πολύφηµου. Εκείνος πετάχτηκε ουρλιάζοντας και φώναζε βοήθεια. Οι άλλοι Κύκλωπες έτρεξαν έξω απ’ τη σπηλιά «Τι έπαθες, Πολύφηµε», ρωτούσαν. «Με τύφλωσε ο Κανένας». «Αφού κανένας δε σε τύφλωσε, τι φωνάζεις» του απάντησαν κι έφυγαν θυµωµένοι. Τα ξηµερώµατα ο Κύκλωπας άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς και κάθισε εκεί µε απλωµένα χέρια για να τους πιάσει. Όµως ο Οδυσσέας έδεσε τους συντρόφους του κάτω από την κοιλιά των πιο µεγάλων κριαριών κι ο ίδιος κρεµάστηκε απ’ τα µαλλιά του
Όταν βγήκαν όλοι απ’ τη σπηλιά, έτρεξαν στο καράβι και ξεκίνησαν. Καθώς αποµακρύνονταν, φώναξε ο Οδυσσέας. «Πολύφηµε, αν σε ρωτήσουν ποιος σε τύφλωσε, να πεις ο Οδυσσέας, ο γιος του Λαέρτη απ’ την Ιθάκη».Άρπαξε τότε ένα τεράστιο βράχο ο Κύκλωπας και τον έριξε στο καράβι, µα δεν το χτύπησε. Κι αµέσως σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και είπε: «Πατέρα, Ποσειδώνα, τον Οδυσσέα που µε τύφλωσε µην τον αφήσεις να γυρίσει στην Ιθάκη, µα αν είναι να γυρίσει, να περάσει χίλια βάσανα, να φτάσει µόνος, µε ξένο πλοίο, κι εκεί να τον βρουν καινούριες συµφορές». |
2. Ο ανήσυχος Οδυσσέας μιλάει στους συντρόφους του
Οι άλλοι εδώ να µείνετε τώρα, πιστοί συντρόφοι, κι εγώ, µε το καράβι µου και τους δικούς µου ανθρώπους, θα πάω να µάθω ποιοι είναι αυτοί που κατοικούν τον τόπο, άγριοι αν είναι κι άπιστοι και δίκιο αν δεν κατέχουν, ή τους θεούς αν σέβουνται κι άντρες φιλόξενοι είναι. Όµηρος, Οδύσσεια ι 172-176, µτφ. Ζ. Σίδερη
3. Το τέχνασμα του Οδυσσέα στις νεοελληνικές παραδόσεις
Μια φορά ένας µυλωνάς είχε θράκα φτιαγµένη στο µύλο του κι έψηνε µια σούβλα κρέας. Εκεί που γύριζε τη σούβλα του βλέπει στην άλλη µεριά έναν Καλικάντζαρο και γύριζε µια σούβλα βατράχους. ∆εν του µίλησε καθόλου. Ύστερα τον ρωτάει ο Καλικάντζαρος πώς τον λένε. -«Απατός», του λέει ο µυλωνάς µε λένε. Εκεί που γύριζε τη σούβλα ο Καλικάντζαρος βάνει τη σούβλα µε τους βατράχους απάνω στο κρέας του µυλωνά. Πατ! ∆εν αργεί ο µυλωνάς και του φέρνει µια µε το δαυλί, και καθώς ήταν γδυτός, τον έκαψε. Φωνές, κακό, ο Καλικάντζαρος. -Βοηθάτε, αδέρφια, τι µ’ έκαψαν! -Ρε, ποιος σ’ έκαψε, του λένε οι άλλο Καλικαντζαραίοι απόξω. -Απατός,(=µοναχός µου) τους λέει εκείνος αποµέσα. -Αµ σαν κάηκες απατός σου, τι σκούζεις έτσι; Κι έτσι την έπαθε ο καλός σου ο Καλικάντζαρος. Ν. Γ. Πολίτης, Παραδόσεις αρ. 626 (Κυνουρία)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
|
2. Στον Αίολο, στους Λαιστρυγόνες και στο νησί της Κίρκης
Ταξιδεύοντας ο Οδυσσέας µε τους συντρόφους του έφτασαν στο νησί του Αιόλου, που ήταν ο θεός των ανέµων. Το νησί του είχε τείχη χάλκινα και ταξίδευε συνέχεια στη θάλασσα. Ο Αίολος τους καλοδέχτηκε και τους φιλοξένησε περίπου ένα µήνα. Όταν αποφάσισαν να φύγουν, τους έδωσε ένα ασκί που µέσα είχε κλείσει όλους τους άγριους ανέµους. Έξω άφησε µόνο το Ζέφυρο να σπρώχνει το καράβι. Ο Οδυσσέας κρέµασε το ασκί στου πλοίου του το κατάρτι. Εννιά µερόνυχτα ταξίδευαν και κόντευαν να φτάσουν στην Ιθάκη. Τότε ο Οδυσσέας αποκοιµήθηκε κι οι σύντροφοί του, νοµίζοντας πως το ασκί ήταν γεµάτο ασήµι και χρυσάφι, το άνοιξαν. Αµέσως όρµησαν έξω όλοι οι άνεµοι κι έσπρωξαν τα καράβια µακριά στη γη των Λαιστρυγόνων. Υπήρχε ένα λιµάνι εκεί και τα έντεκα καράβια µπήκαν µέσα. Μόνο ο Οδυσσέας µε το καράβι του έµεινε έξω απ’ το λιµάνι. Οι Λαιστρυγόνες έτρεξαν στο λιµάνι ουρλιάζοντας. Ήταν άγριοι και ψηλοί σα γίγαντες κι άρπαζαν βράχια και τα έριχναν στα πλοία. Τα έσπασαν όλα και τα βύθισαν κι έφαγαν όλους τους ανθρώπους που ήταν µέσα. Μόνο του Οδυσσέα το καράβι γλίτωσε. Κι ο ίδιος και οι σύντροφοί του έφυγαν γρήγορα από τη γη των άγριων Λαιστρυγόνων. Οι άνεµοι τούς έριξαν µετά στο νησί της µάγισσας Κίρκης. Άραξαν σε µια ακρογιαλιά κι ο Οδυσσέας έστειλε µερικούς απ’ τους συντρόφους του να πάνε να ρωτήσουν πού βρίσκονταν. Αυτοί βρήκαν γρήγορα το παλάτι της Κίρκης. Η Κίρκη τούς πρόσφερε ένα µαγικό ποτό, µετά τους χτύπησε µε το µαγικό ραβδί της και τους έκανε γουρούνια. Μόνο ένας γλίτωσε κι έτρεξε πίσω να το πει στον Οδυσσέα. Εκείνος άρπαξε το σπαθί του κι έτρεξε στο παλάτι. Η Κίρκη τού πρόσφερε ποτό µα, όταν σήκωσε το ραβδί της να τον χτυπήσει, εκείνος άρπαξε το κοφτερό σπαθί του και την ανάγκασε να ξανακάνει τους συντρόφους του ανθρώπους. Έµειναν αρκετό καιρό στης Κίρκης το νησί. Όταν αποφάσισαν να φύγουν, η Κίρκη συµβούλεψε τον Οδυσσέα να κατεβεί στον Άδη, να βρει το µάντη Τειρεσία, να τον ρωτήσει πώς θα έφτανε στην Ιθάκη.
|
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
|
2. Ο Σίσυφος
Ο Σίσυφος, ο πιο πονηρός κι αδίστακτος απ’ όλους τους ανθρώπους, κάποτε κορόιδεψε ακόµα και το ∆ία. Εκείνος τότε έστειλε το Θάνατο και τον πήρε. Όταν όµως κατέβηκε στον Άδη, ζήτησε από την Περσεφόνη να τον αφήσει να γυρίσει για λίγο στην πατρίδα του, την Κόρινθο, να τιµωρήσει τη γυναίκα του, που δεν του έκανε νεκρικές τιµές και να ξαναγυρίσει στον Άδη. Η Περσεφόνη τον άφησε. Εκείνος όµως δεν ξαναγύρισε στον Άδη, παρά µόνο όταν γέρασε και πέθανε για τα καλά. Όµως ο ∆ίας ήταν πολύ θυµωµένος µαζί του. Τον καταδίκασε λοιπόν να προσπαθεί συνεχώς να ανεβάσει στην κορυφή ενός βουνού έναν τεράστιο βράχο. Όταν όµως έφτανε στην κορυφή, κατρακυλούσε ο βράχος πάλι ως κάτω. Ο Σίσυφος τον ανέβαζε ξανά κι ο βράχος κατρακυλούσε πάλι κι όλο αυτό γινόταν. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάµι από πάνω του, τον τύλιγε η σκόνη και το µαρτύριό του ήταν ατελείωτο. Έτσι τον βρήκε να τυραννιέται, όταν κατέβηκε στον Άδη ο Οδυσσέας. Όµηρος, Οδύσσεια λ 593-560 (διασκευή).
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
|
4. Στο νησί του Ήλιου, στο νησί της Καλυψώς και στο νησί των Φαιάκων
Μετά από πολλά µερόνυχτα στη θάλασσα, έφτασαν στο νησί του θεού Ήλιου. Εκεί έβοσκαν τα παχιά βόδια του θεού. Θυµήθηκε τότε ο Οδυσσέας του Τειρεσία τα λόγια και παρακαλούσε τους συντρόφους του να φύγουν µακριά απ’ το νησί αυτό. Μα εκείνοι ήταν πολύ κουρασµένοι και δε δέχονταν. Όταν τους τέλειωσαν τα τρόφιµα, έµειναν µερικές µέρες νηστικοί. Μια µέρα όµως, που ο Οδυσσέας κοιµόταν, έσφαξαν µερικά βόδια και τα έψησαν. Όταν ξύπνησε ο Οδυσσέας τρόµαξε, µα ήταν αργά. Φεύγοντας απ’ το νησί του Ήλιου ο Δίας τούς έστειλε άγρια καταιγίδα και κύµατα θεόρατα. Ένα αστροπελέκι χτύπησε το καράβι και το διέλυσε. Πνίγηκαν όλοι. Μόνο ο Οδυσσέας γλίτωσε. Πιασµένος από ένα ξύλο παράδερνε στη θάλασσα δέκα ολόκληρα µερόνυχτα. Τέλος, τα κύµατα τον έβγαλαν στο νησί της νύµφης Καλυψώς. Η Καλυψώ τον πήρε στη σπηλιά της και τον φρόντισε. Όταν συνήλθε, όµως, δεν τον άφηνε να φύγει. Επτά ολόκληρα χρόνια τον κράτησε στο νησί της. Ώσπου τον λυπήθηκε η Αθηνά και παρακάλεσε τον πατέρα της, το ∆ία, να τον βοηθήσει. Εκείνος έστειλε τον Ερµή στην Καλυψώ και τη διέταξε ν’ αφήσει τον Οδυσσέα να φύγει. Έφτιαξε λοιπόν µια σχεδία ο Οδυσσέας και ξανοίχτηκε στο πέλαγος. Δέκα επτά µέρες ταξίδευε και κόντευε να φτάσει στην Ιθάκη. Τότε όµως τον είδε ο Ποσειδώνας, που έτυχε να περνάει από εκεί. Χτύπησε µε την τρίαινα τη θάλασσα και σήκωσε κύµατα τεράστια. Διαλύθηκε η σχεδία κι ο Οδυσσέας βρέθηκε στη θάλασσα. Δυο µέρες και δυο νύχτες κολυµπούσε και τον έδερναν τα κύµατα. Την τρίτη µέρα µε τη βοήθεια µιας νεράιδας, της Λευκοθέας, βγήκε σ’ ένα ακρογιάλι. Ξάπλωσε κάτω από µια ελιά, σκεπάστηκε µε φύλλα και κοιµήθηκε βαθιά. Είχε φτάσει στο νησί των Φαιάκων. Τον ξύπνησαν την άλλη µέρα κάποιες χαρούµενες φωνές. Ήταν η βασιλοπούλα Ναυσικά, που είχε πάει µε τις φίλες της να πλύνουν κι, αφού τελείωσαν, έπαιζαν τόπι. Η Ναυσικά λυπήθηκε τον ξένο και τον οδήγησε στο παλάτι του πατέρα της, του Αλκίνοου. Ο Αλκίνοος τον φιλοξένησε κι όταν κάθισαν να φάνε, ο µουσικός του παλατιού, ο Δηµόδοκος, έπαιζε τη λύρα του και τραγουδούσε τα κατορθώµατα των Αχαιών στην Τροία. Ο Οδυσσέας τότε συγκινήθηκε, τους φανέρωσε ποιος ήταν και τους διηγήθηκε τις περιπέτειές του. Την άλλη µέρα οι Φαίακες ετοίµασαν καράβι και το σούρουπο ξεκίνησαν να πάνε τον Οδυσσέα στην Ιθάκη, την πατρίδα του. Όλη τη νύχτα ταξιδεύανε. Χαράµατα έφτασαν στην Ιθάκη. Ο Οδυσσέας κοιµόταν και γι’ αυτό τον σήκωσαν στα χέρια και τον ξάπλωσαν στην αµµουδιά. Έβαλαν δίπλα του τα δώρα που του χάρισαν κι έφυγαν. |
1. Η ανοησία των συντρόφων
3. Καλυψώ και Οδυσσέας
ΚΑΛΥΨΩ: «Γιε του Λαέρτη, πολύτροπε Οδυσσέα, θέλεις λοιπόν γρήγορα να πας στο σπίτι σου και στη γλυκιά πατρίδα; Αν όµως ήξερες τι βάσανα σε περιµένουν, ώσπου να φτάσεις στην πατρίδα σου, θα προτιµούσες να µείνεις στο νησί µου κι εγώ θα σε έκανα αθάνατο. Εσύ όµως λαχταράς πολύ να δεις την Πηνελόπη. Νοµίζω όµως πως κι εγώ δεν είµαι πιο άσχηµη από κείνη». Ο∆ΥΣΣΕΑΣ: «Συγχώρεσέ µε, Καλυψώ. Θνητή είναι η Πηνελόπη κι εσύ αθάνατη θεά πιο όµορφη από κείνη. Κι όµως εγώ το θέλω και το λαχταρώ σπίτι µου να γυρίσω. Κι αν, όπως λες, κάποιος από τους θεούς θέλει να µε τσακίσει µες στο πέλαγος, κι αυτό θα το αντέξω, όπως τόσα και τόσα βάσανα που έχω περασµένα στις µάχες και στα κύµατα». Όµηρος, Οδύσσεια ε 223-248 (διασκευή)
|
5. Οι Φαίακες τιµούν τον Οδυσσέα
µε χορό και τραγούδι Ίσιωσαν τόπο του χορού κι ανοίξανε το µέρος. Κι ο κράχτης τη γλυκόλαλη έφερε την κιθάρα για το ∆ηµόδοκο, κι αυτός στη µέση πήγε τότε κι ολόγυρά του στάθηκαν πρωτόχνουδοι λεβέντες, όλοι τεχνίτες στο χορό κι άρχισαν να χορεύουν, χτυπώντας µε τα πόδια τους τη γη, που λες πετούσαν φωτιές, και θάµαζε ο θεϊκός ∆υσσέας, να τους βλέπει. Κι άρχισε ο ∆ηµόδοκος παίζοντας γλυκά να τραγουδήσει. Όµηρος, Οδύσσεια θ 270-276, µτφ. Ζ. Σίδερη
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
|
5. Ο Οδυσσέας στην Ιθάκη
Όταν ο ήλιος ανέτειλε, ξύπνησε ο Οδυσσέας. Όµως υπήρχε οµίχλη γύρω του και δεν κατάλαβε πως ήταν στην Ιθάκη. Ήρθε τότε η θεά Αθηνά, σκόρπισε την οµίχλη κι ο Οδυσσέας κατάλαβε πως βρισκόταν επιτέλους στην Ιθάκη. Γονάτισε κλαίγοντας και φίλησε το χώµα της πατρίδας του και η Αθηνά τού είπε: «Οδυσσέα, στο παλάτι σου έχουν µπει πολλοί µνηστήρες, που κάθε µέρα τρώνε και πίνουν και θέλουν να παντρευτούν την Πηνελόπη, τη γυναίκα σου, και να γίνουν βασιλιάδες της Ιθάκης. Η Πηνελόπη όµως κλαίει αδιάκοπα και περιµένει να γυρίσεις. Τώρα όµως πήγαινε στην καλύβα του πιστού χοιροβοσκού σου, του Εύµαιου, και περίµενε εκεί το γυρισµό του γιου σου, του Τηλέµαχου, που έρχεται από ταξίδι. Είχε πάει στην Πύλο και στη Σπάρτη να µάθει απ’ το Μενέλαο κι από το γέρο Νέστορα νέα για σένα». Αµέσως η θεά µεταµόρφωσε τον Οδυσσέα σε ζητιάνο κι έτσι αγνώριστος πήγε στην καλύβα του Εύµαιου. Ο Εύµαιος δεν τον γνώρισε, όµως τον φιλοξένησε πρόθυµα κι ο Οδυσσέας έµεινε εκεί όλη τη νύχτα. Την άλλη µέρα έφτασε στην καλύβα ο Τηλέµαχος κι ο Εύµαιος πήγε στην πόλη να πει στην Πηνελόπη ότι ο γιος της γύρισε απ’ το ταξίδι. Σαν έµειναν µόνοι ο Οδυσσέας κι ο Τηλέµαχος, ήρθε η Αθηνά κι έδωσε στον Οδυσσέα την πρώτη του µορφή κι εκείνος φανερώθηκε στο γιο του. Γιος και πατέρας αγκαλιάστηκαν κι έκλαιγαν πολλή ώρα. Μετά κατέστρωσαν µαζί ένα σχέδιο, για να µπορέσουν να σκοτώσουν τους µνηστήρες. Τότε ήρθε πάλι η Αθηνά κι έκανε τον Οδυσσέα ζητιάνο. Το άλλο πρωί ο Τηλέµαχος έφτασε στο παλάτι και λίγο αργότερα έφτασαν κι ο Οδυσσέας µε τον Εύµαιο. Πάτησε ο Οδυσσέας για πρώτη φορά µετά από είκοσι χρόνια το χώµα της αυλής του. Κανένας δεν τον γνώρισε. Μόνο ο Άργος, το πιστό σκυλί του, που γέρικο πια περίµενε το αφεντικό του να γυρίσει. Όταν τον είδε να µπαίνει στην αυλή, κούνησε την ουρά του χαρούµενο. Ο Οδυσσέας το πλησίασε και το χάιδεψε δακρυσµένος. Μετά από λίγο ο Άργος, αφού είδε τον Οδυσσέα που γύρισε, ξεψύχησε. Μπήκε µετά ο Οδυσσέας στο σπίτι του και βρήκε τους µνηστήρες να τρώνε και να πίνουν. Κάθισε στο κατώφλι του σπιτιού κι ο Τηλέµαχος του έφερε να φάει. Οι µνηστήρες τον κορόιδευαν, τον χτυπούσαν, τον φοβέριζαν και του έλεγαν να φύγει. Έµαθε όµως η Πηνελόπη από τον Εύµαιο πως ήρθε ένας ζητιάνος από µακριά στο σπίτι της κι ήθελε να τον δει, να τον ρωτήσει µήπως ήξερε κάτι για τον άνδρα της. Και το βράδυ, που οι µνηστήρες τέλειωσαν το γλέντι και πήγαν στα σπίτια τους να κοιµηθούν, κάλεσε το ζητιάνο να τον ρωτήσει. Πρώτα όµως κάλεσε την Ευρύκλεια, την πιο πιστή της σκλάβα, να πλύνει τα πόδια του ξένου. Η Ευρύκλεια έφερε µια λεκάνη και νερό, µα καθώς του έπλενε τα πόδια, έπιασε ένα σηµάδι, που είχε ο Οδυσσέας πάνω από το δεξιό του γόνατο, και τον γνώρισε αµέσως. Πήγε να φωνάξει, όµως εκείνος πρόλαβε και της έκλεισε το στόµα. «Αν µ’ αγαπάς, κράτα το στόµα σου κλειστό», της είπε. Μετά µίλησε µε την Πηνελόπη, όµως δεν της φανερώθηκε. Μόνο την παρηγόρησε λέγοντάς της πως ο Οδυσσέας θα ερχόταν σύντοµα. Η Ευρύκλεια του έστρωσε κρεβάτι να κοιµηθεί, µα ο ύπνος δεν τον έπαιρνε. |
1. Ο Εύµαιος φιλοξενεί στην καλύβα του το µεταµορφωµένο σε ζητιάνο Οδυσσέα
Πρώτος ο Εύµαιος µπήκε µες στο καλύβι κι έστρωσε πυκνά κλαδιά και µια προβιά µεγάλη, που πάνω της αυτός κοιµότανε, για να καθίσει ο ξένος του. Χάρηκε ο Οδυσσέας και είπε: «Ο ∆ίας κι όλοι οι θεοί, βοσκέ, να σου χαρίσουν ό,τι ποθείς, που τόσο φιλικά µε δέχτηκες εµένα». Κι ο Εύµαιος απάντησε: «∆εν είναι, γέρο µου, καλό τον ξένο να τον διώξω, γιατί όλους τους ξένους και φτωχούς ο ∆ίας µας τους στέλνει». . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Και βγήκε έξω ο βοσκός κι έπιασε δυο γουρουνάκια απ’ το µαντρί, τα έσφαξε, τα πέρασε στις σούβλες και τα’ ψησε στη θράκα. Και πρόσφερε µετά στον Οδυσσέα να φάει και να πιει γλυκό κρασί σε κούπα. Όµηρος, Οδύσσεια ξ 46-61 και 75-82 (διασκευή)
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
|
6. Ο Οδυσσέας σκοτώνει τους µνηστήρες
Την άλλη µέρα ξανάρθαν οι µνηστήρες στο παλάτι. Οι δούλες έστρωσαν τα τραπέζια κι εκείνοι πάλι άρχισαν να τρώνε και να πίνουν. Τότε η Αθηνά έβαλε στο νου της Πηνελόπης να φέρει το τόξο του Οδυσσέα και τα βέλη του και δώδεκα τσεκούρια, που είχαν µια τρύπα στην κορφή. Ο Εύµαιος, ο χοιροβοσκός, έστησε τα τσεκούρια στη σειρά και η Πηνελόπη είπε: «Ακούστε µε, µνηστήρες! Όποιος µπορέσει να λυγίσει αυτού του τόξου τη χορδή και να ρίξει ένα βέλος, που θα περάσει µέσα από τις τρύπες των δώδεκα τσεκουριών, αυτός θα γίνει άνδρας µου». Άρχισαν τότε όλοι οι µνηστήρες, ο ένας µετά τον άλλο, να δοκιµάζουν, µα κανείς δε µπόρεσε να τεντώσει τη χορδή. Ζήτησε τότε κι ο Οδυσσέας να δοκιµάσει. Η Πηνελόπη έφυγε κι η Αθηνά αµέσως έδωσε στον Οδυσσέα την πρώτη του µορφή. Εκείνος άρπαξε το τόξο, τέντωσε αµέσως τη χορδή κι έριξε ένα βέλος, που πέρασε σαν αστραπή ανάµεσα απ’ τις τρύπες όλων των τσεκουριών. Τότε οι µνηστήρες κατάλαβαν ποιος ήταν και τρόµαξαν. Αµέσως ο Εύµαιος και η Ευρύκλεια έκλεισαν όλες τις πόρτες κι ο Οδυσσέας άρχισε να σηµαδεύει τους µνηστήρες που προσπαθούσαν να σωθούν. Δίπλα του ο Τηλέµαχος έριχνε κι εκείνος µε το τόξο. Τους σκότωσαν όλους και η Ευρύκλεια πήγε στην Πηνελόπη να της πει πως ήρθε ο Οδυσσέας. Εκείνη δεν την πίστεψε. Όταν όµως βεβαιώθηκε πως ο ξένος ήταν ο Οδυσσέας, τον αγκάλιασε κι έκλαψαν κι οι δυο από χαρά. Την άλλη µέρα το πρωί ο Οδυσσέας πήγε να δει τον πατέρα του, το γέρο Λαέρτη, που ζούσε µόνος στα κτήµατά του. Πικραµένος ο γέροντας χρόνια περίµενε το γιο του να γυρίσει. Κι όταν τον είδε µπροστά του ζωντανό τον αγκάλιασε κι έκλαψε πολλή ώρα. Οι συγγενείς όµως των µνηστήρων πήγαν οπλισµένοι στο παλάτι να βρουν τον Οδυσσέα κι αφού δεν τον βρήκαν εκεί, πήγαν στο κτήµα του Λαέρτη. Πήραν τότε ο Οδυσσέας κι ο Τηλέµαχος τα όπλα τους κι ετοιµάστηκαν για µάχη. Ήρθε όµως η Αθηνά απ’ τον Όλυµπο, στάθηκε ανάµεσά τους και τους είπε: «Σταµατήστε τον πόλεµο και γίνετε όλοι φίλοι». Τότε όλοι άφησαν τα όπλα τους κι ορκίστηκαν πίστη στον Οδυσσέα. Ο Οδυσσέας έζησε από τότε ευτυχισµένος και βασίλεψε πολλά χρόνια στην αγαπηµένη του πατρίδα, την Ιθάκη.
|
2. Το υφαντό της Πηνελόπης
|